DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing abuse | all forms | exact matches only
EnglishGreek
abuse of a dominant positionκαταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεως
abuse of a dominant positionκατάχρηση δεσπόζουσας θέσης
abuse of authorityκατάχρηση εξουσίας
abuse of discretionκατάχρηση εξουσίας
abuse of informationπαράνομη χρήση δεδομένων
abuse of lawκατάχρηση δικαιώματος
abuse of legal processκατάχρηση νομικής διαδικασίας
abuse of powerυπέρβαση εξουσίας
abuse of proceduresπαραβίαση διαδικασιών
abuse of processκαταστρατήγηση διαδικασίας
abuse of rightκατάχρηση δικαιώματος (abusus juris)
abuse of rightκατάχρηση δικαιωμάτων
abuse of rightsκατάχρηση δικαιώματος
assuming the existence of abuseαποτελεί ένδειξη καταχρηστικής συμπεριφοράς
child abuseεκμετάλλευση των παιδιών
child sexual abuseσεξουαλική κακοποίηση των παιδιών
child sexual abuseγενετήσια κακοποίηση των παιδιών
criminal abuseποινικά κολάσιμη κατάχρηση
criminal abuseπαράνομη χρήση
data abuseπαράνομη χρήση δεδομένων
data abuseκατάχρηση δεδομένων
Declaration of Basic Principles of Justice for Victims of Crime and Abuse of PowerΔιακήρυξη για τις βασικές αρχές δικαιοσύνης για τα θύματα της εγκληματικότητας και της κατάχρησης εξουσίας
Global Alliance against Child Sexual Abuse OnlineΠαγκόσμια συμμαχία κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο Διαδίκτυο
national measure to counter abuseεθνικό μέτρο για την καταπολέμηση της κατάχρησης
prohibition of abuse of rightsαπαγόρευση κατάχρησης δικαιώματος
register of persons convicted of the distribution of child pornography and the sexual abuse of childrenμητρώο δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων
sexual abuse of childrenγενετήσια κακοποίηση των παιδιών
sexual abuse of childrenσεξουαλική κακοποίηση των παιδιών
sexual abuse of incompetentsκατάχρηση σε ασέλγεια
victim of abuse of powerθύμα κατάχρησης εξουσίας