Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
containing
παρεμποδίζω
|
all forms
Subject
Greek
English
med.
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο
παρεμποδίζει
την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος
bassinette
med.
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο
παρεμποδίζει
την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος
cot
med.
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο
παρεμποδίζει
την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος
cradle
med.
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο
παρεμποδίζει
την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος
bassinet
met.
η εμφάνιση συστημάτων υπό τάση
παρεμποδίζει
την τοπική διαρροή του υλικού
the occurrence of stress systems inhibits local yielding of the material
market.
Κανονισμός που
παρεμποδίζει
την παροχή ορισμένων προϊόντων και υπηρεσιών
Regulation preventing the supply of certain goods and services
market.
παρεμποδίζουν
τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού
to
hinder effective competition
med.
παρεμποδίζω
παρεμπόδισα
suppress
gen.
παρεμποδίζω
τη μετατροπή ουσιών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς παράνομης παρασκευής ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών
prevent diversion of substances used for the purpose of illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances
transp.
παρεμποδίζω
τη ναυσιπλοϊα
to
impede the navigation
transp.
παρεμποδίζω
τη ναυσιπλοϊα
to
hinder the navigation
met.
τα χλωριόντα
παρεμποδίζουν
την αναστολή εξ αιτίας των διεισδυτικών τους ικανοτήτων
chlorides prevent inhibition owing to their penetrating characteristics
med.
το CO
παρεμποδίζει
τη μεταφορά Ο2 διότι δημιουργεί ισχυρό δεσμό με την αιμοσφαιρίνη
CO impedes the transport of O2 because it is closely linked to haemoglobin
Get short URL