DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing παρεμποδίζω | all forms
SubjectGreekEnglish
med.δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςbassinette
med.δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςcot
med.δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςcradle
med.δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςbassinet
met.η εμφάνιση συστημάτων υπό τάση παρεμποδίζει την τοπική διαρροή του υλικούthe occurrence of stress systems inhibits local yielding of the material
market.Κανονισμός που παρεμποδίζει την παροχή ορισμένων προϊόντων και υπηρεσιώνRegulation preventing the supply of certain goods and services
market.παρεμποδίζουν τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμούto hinder effective competition
med.παρεμποδίζω παρεμπόδισαsuppress
gen.παρεμποδίζω τη μετατροπή ουσιών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς παράνομης παρασκευής ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιώνprevent diversion of substances used for the purpose of illicit manufacture of narcotic drugs or psychotropic substances
transp.παρεμποδίζω τη ναυσιπλοϊαto impede the navigation
transp.παρεμποδίζω τη ναυσιπλοϊαto hinder the navigation
met.τα χλωριόντα παρεμποδίζουν την αναστολή εξ αιτίας των διεισδυτικών τους ικανοτήτωνchlorides prevent inhibition owing to their penetrating characteristics
med.το CO παρεμποδίζει τη μεταφορά Ο2 διότι δημιουργεί ισχυρό δεσμό με την αιμοσφαιρίνηCO impedes the transport of O2 because it is closely linked to haemoglobin