Subject | Greek | English |
agric. | άροτρο για καλλιέργεια της λωρίδας του εδάφους κάτω από τα κλήματα της αμπέλου,με ανιχνευτές οι οποίοι λαμβάνουν κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | vineyard plough with p.t.o.driven feeler |
stat., social.sc. | άτομο που λαμβάνει βοήθεια από το Δημόσιο | person in receipt of public assistance |
agric. | αιωρούμενος διασκορπιστής κομμένων λωρίδων χόρτου που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | oscillating hay tedder with p.t.o.drive |
econ. | ακαθάριστα ενοίκια ή τέλη ενοικίασης που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι | gross rents or hire charges received by resident units |
econ. | αμοιβές και άλλες πληρωμές που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι | fees or other payments received by resident units |
mech.eng. | ανεμιστήρας που λαμβάνει κίνηση απευθείας από τον κινητήρα | fan directly connected to the engine |
fin., econ. | απόφαση απαλλαγής, λαμβάνω απόφαση απαλλαγής | discharge decision |
fin., econ. | απόφαση απαλλαγής, λαμβάνω απόφαση απαλλαγής | decision giving discharge |
med. | γονείς οι οποίοι λαμβάνουν μέρος εις τας διασταυρώσεις συνεχιζομένης επιλογής | recurrent parent |
stat., agric. | δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα | to sample |
transp. | δεν λαμβάνω υπόψη ένα σήμα | to overrun a signal |
fin. | δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε χρηματιστηριακή αίθουσα | front office |
fin. | εγγραφή της εγγύησης για τα δάνεια που λαμβάνει και χορηγεί η Κοινότητα | underwriting of borrowing and lending operations entered into by the Community |
law | εκδίδουν κανονισμούς και λαμβάνουν αποφάσεις | to issue directives and to take decisions |
fin. | εξαγωγική πίστωση που λαμβάνει δημόσια στήριξη | officially supported export credit |
social.sc., lab.law. | εργαζόμενος που λαμβάνει πρόωρη συνταξιοδότηση | worker retired on a bridging pension |
agric. | εργαλείο που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | tractor driven |
agric. | εργαλείο που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | p.t.o.driven |
gov., patents. | ζητώ ή λαμβάνω οδηγίες | to seek or take instructions |
econ. | ζώνη που λαμβάνει περιφερειακή ενίσχυση | area benefiting from regional aid |
law | η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής | the Commission shall take the utmost account of the opinion delivered by the committee |
earth.sc., mech.eng. | η επιφάνεια που λαμβάνει το σχήμα ενός οκτώ | figure of eight area |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο εσωτερικής φύσεως | the High Authority shall make all administrative arrangements |
mech.eng. | κυκλικό πριόνι που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | p.t.o.driven circular saw |
mech.eng. | κυκλικό πριόνι που λαμβάνει κίνηση από τον ελκυστήρα | p.t.o.driven circular saw |
market. | λαμβάνει,σντηρητικώς,τα αναγκαία μέτρα διασφαλίσεως | to take, as a precaution, the necessary protective measures |
gen. | λαμβάνει την αποζημίωση αυτή | to obtain redress |
law | λαμβάνουν μέρος ως εκπρόσωποι | to take part as agent |
gen. | λαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως | to rule on any dispute |
gen. | λαμβάνω απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεως | to give a ruling on any di |
fin. | λαμβάνω δάνειο | to receive a loan |
fin. | λαμβάνω δάνειο | to obtain a loan |
law | λαμβάνω διαβεβαίωση πολιτογράφησης | to have been promised naturalization |
law | λαμβάνω θέση | define its position |
patents. | λαμβάνω θέση σχετικά ... | to present one's comments on |
law, busin., labor.org. | λαμβάνω ισχύ δεδικασμένου | to become conclusive |
polit. | λαμβάνω μέρος με συμβουλευτική ψήφο' παρίσταμαι με συμβουλευτική ψήφο | take part in an advisory capacity |
polit. | λαμβάνω μέρος με συμβουλευτική ψήφο' παρίσταμαι με συμβουλευτική ψήφο | attend meetings in an advisory capacity |
law | λαμβάνω μέρος στις συσκέψεις | to take part in the deliberations |
earth.sc. | λαμβάνω μέτρα σχετικά με τις πηγές θορύβου | to take action with regard to noise sources |
insur. | λαμβάνω μια παροχή | to receive a benefit |
fin. | λαμβάνω πιστώσεις | to receive credit |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | λαμβάνω προνοιακά μέτρα | to provide aid |
earth.sc., social.sc., mech.eng. | λαμβάνω προνοιακά μέτρα | to grant aid |
tax., busin., labor.org. | λαμβάνω τα ενδεδειγμένα μέτρα για την καταστολή οποιασδήποτε παράβασης της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου | to adopt appropriate provisions to penalise any breach of secrecy obligations |
law | λαμβάνω τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως | take the necessary steps to comply with the judgment declaring a decision to be void |
law, patents. | λαμβάνω την κατάθεση ένορκα ή υπό άλλον εξίσου δεσμευτικό τύπο | to take evidence on oath or in an equally binding form |
fin. | λαμβάνω τις προσφορές | receive tenders |
econ. | λαμβάνω υπηρεσίες δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν | to get the services free,or almost free |
fin. | λαμβάνω υπόψη τα έσοδα ενός οικονομικού έτους για αυτό το οικονομικό έτος | to enter the revenue of a financial year in the accounts for the financial year |
construct. | λαμβάνω υπ'όψη τη συμπεριφορά σε σεισμικά φαινόμενα | consider seismic behaviour |
earth.sc. | μέθοδος που λαμβάνει ως βάση την αιχμή | peak-fitting method |
econ., fin. | μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης | steps taken by the central administration of the Member State |
law | ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία | the chairman shall not vote |
met. | ο σχηματισμός του βεανίτη λαμβάνει χώρα κατά την ψύξη στο περιβάλλον | bainite is formed during air cooling |
gen. | οι συμβάσεις πρέπει να λαμβάνουν τη μορφή γραπτών συμβάσεων | contracts shall be in writing |
stat. | τα συμβαλλόμενα μέρη οργανώνουν τις στατιστικές εργασίες σε κατάλληλο διοικητικό επίπεδο και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον κατ'ανάγκη εμπιστευτικό χαρακτήρα των στατιστικών | organise statistical work at appropriate administrative levels and duly observe the need for statistical confidentiality |
fin. | πίστωση στην εξαγωγή που λαμβάνει δημόσια στήριξη | officially supported export credit |
agric. | περιστροφικό ρυθμιζόμενο άροτρο με κάθετο άξονα που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | rotary plough |
agric. | περιστροφικός διασκορπιστής κομμένων λωρίδων χόρτου που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | rotary swath spreader for p.t.o.drive |
econ. | ποσά που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι | amounts received by resident units |
econ. | προμήθειες που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι | commissions received by resident units |
agric. | συρόμενη θεριζοαλωνιστική μηχανή που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | power take-off combine |
agric. | συρόμενη θεριζοαλωνιστική μηχανή που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | tractor p.t.o.driven combine |
agric. | συρόμενη θεριζοαλωνιστική μηχανή που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | p.t.o.combine |
agric. | συρόμενη ρυμούλκα που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | trailed platform |
law | Σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή των τρομοκρατικών πράξεων που λαμβάνουν μορφή εγκλημάτων κατά των προσώπων ή συναφών πράξεων εκβίασης | Convention to Prevent and Punish the Acts of Terrorism Taking the Form of Crimes Against Persons and Related Extortion that are of International Significance |
fin. | τα Kράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα | the Member States shall take all measures |
earth.sc., mech.eng. | το διαμέτρημα,η οπή που λαμβάνει την μορφή ενός οχτώ | figure of eight bore |
law | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας | the Court of Justice shall have jurisdiction to give judgment pursuant to any arbitration clause |
agric., mech.eng. | τροχοφόρος αντλία που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | tractor drawn pump |
agric., mech.eng. | τροχοφόρος αντλία που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | p.t.o.driven pump |
agric. | φορτωτής χορτονομής που λαμβάνει κίνηση από τροχό | hay loader with ground-wheel drive |
agric. | χορτοσυλλεκτική-ξηραντική με αναπροσανατολιζόμενο τύμπανο που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | combined side-rake and tedder |
agric. | χορτοσυλλεκτική-ξηραντική με σταθερό τύμπανο που λαμβάνει κίνηση από το δυναμοδοτικό άξονα | combined side delivery rake and tedder |
econ. | χώρα κατοικίας της μονάδας μη μόνιμου κατοίκου που λαμβάνει μέρος στη συναλλαγή | country of residence of the non-resident unit which is party to the transaction |
gen. | όργανο που λαμβάνει απόφαση | decision-making body |
gen. | όσοι λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις | political decision-maker |