Subject | English | Greek |
econ. | an overall survey of the economic situation of the Community | συνολική εικόνα της οικονομικής καταστάσεως της Kοινότητος |
chem., el. | bar hole leak survey | διάτρηση διερεύνησης διαρροών |
chem., el. | bar test survey | διάτρηση διερεύνησης διαρροών |
life.sc., construct. | base sedimentation survey | βασική μελέτη προσχώσεως |
polit. | Committee on application of the legislation on ship inspection and survey organisations and the relevant activities of maritime administration | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών |
fin., social.sc. | family budget survey | έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού |
forestr. | final location survey | τελική επιμέτρηση |
forestr. | forest survey | απογραφή δασών |
stat., fin. | general time budget survey | γενική έρευνα καταμερισμού χρόνου |
life.sc., el. | geothermic surveying | γεωθερμική αναζήτηση |
stat., agric. | ground survey | επιτόπια έρευνα |
life.sc., construct. | ground survey | επίγειος αποτύπωσις |
min.prod. | International Conference on the Harmonised System of Survey and Certification | Διεθνής διάσκεψη για το εναρμονισμένο σύστημα επιθεώρησης και πιστοποίησης |
life.sc. | land surveying | αποτύπωση σχεδίου |
nat.sc., industr. | land surveying instrument | όργανο χωρομετρίας |
transp. | land use transportation survey | γενικός σχεδιασμός μεταφορών |
med. | malaria survey | έρευνα σχετικά με την ελονοσία |
life.sc., coal. | to mark a surveying point | σήμανση τοπογραφικού σημείου |
gen. | market survey | μελέτη αγοράς |
life.sc., coal. | measurements made to connect the plummets with the surface and underground survey points | μετρήσεις σύνδεσης συρμάτων με τα επιφανειακά και υπόγεια σημεία αποτύπωσης |
gen. | mine surveying instrument | τοπογραφικό όργανο ορυχείου |
life.sc., coal. | mine surveying science | τοπογραφία μεταλλείων |
life.sc., coal. | mine surveying science | γεωδαισία μεταλλείων |
econ. | Multiannual programme of studies, surveys and services to be carried out in the field of Community statistics | Πολυετές πρόγραμμα ερευνών,εκπόνησης μελετών και παροχής υπηρεσιών στο τομέα της στατιστικής που θα διενεργηθούν σε Κοινοτικό επίπεδο |
stat. | one-time survey | μη επαναληπτική έρευνα |
stat. | one-time survey | εφάπαξ έρευνα |
stat. | one-time survey | έρευνα μιας φοράς |
nat.sc. | photogrammetrical surveying | φωτογραμμετρία |
nat.sc., industr. | photogrammetrical surveying instrument | όργανα φωτογραμμετρίας |
life.sc., construct. | road surveying | χάραξη δρόμου |
life.sc., construct. | road surveying | αποτύπωση δρόμου |
stat. | scope of survey | πεδίο έρευνας |
life.sc. | sketch showing results of surveying in a control point | σκαρίφημα μετρήσεων |
gen. | Small Arms Survey | Επιθεώρηση Φορητών Όπλων' Επισκόπηση φορητών όπλων |
forestr. | survey by circular sample plots | καταγραφή με κυκλικές δειγματοληπτικές επιφάνειες |
math. | survey design | σχεδιασμός έρευνας |
math. | survey design | σχεδιασμός μεγέθους |
stat. | survey design | δειγματοληπτικο σχέδιο |
math. | survey design | σχέδιο μεγέθους |
immigr. | Survey Group on the Movement of Third-country Nationals | ομάδα ερευνών για την κυκλοφορία των αλλοδαπών |
gen. | survey-line on surface | επίγεια όδευση |
life.sc. | survey network of lower order | γεωδαιτικό δίκτυο κατώτερης τάξης |
econ., ed. | Survey of Adult Skills | Έρευνα για τις δεξιότητες των ενηλίκων |
social.sc., health. | Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe as a European Research Infrastructure Consortium | Κοινοπραξία Ευρωπαϊκής Ερευνητικής Υποδομής για τη Στατιστική Έρευνα για την Υγεία, τη Γήρανση και τη Συνταξιοδότηση στην Ευρώπη |
forestr. | survey of logs | μέτρηση κορμών |
life.sc., coal. | survey of the position of the longwall face | αποτύπωση θέσης επιμήκους ευθυγράμμου μετώπου |
med. | survey radiography of the pelvis | ακτινογράφησις της πυέλου |
life.sc., tech. | surveying altimeter | υψομετρικόν βαρόμετρον |
life.sc., construct. | surveying and mapping | αποτύπωσις και χαρτογράφησις |
earth.sc. | surveying chain | αλυσίδα χωρομέτρου |
life.sc. | surveying in | τοπογραφικός προσδιορισμός θέσης ενός σταθερού σημείου |
nat.sc., industr. | surveying instrument | όργανο γεωδαισίας |
life.sc., coal. | surveying line | κατεύθυνσις |
earth.sc. | telescope forming a part of a surveying instrument | τοπογραφική διόπτρα |
earth.sc. | telescope forming a part of a surveying instrument | διόπτρα γεωδαισίας |
life.sc., coal. | temporary surveying station | πρόσκαιρη στάση |
agric., chem. | the survey is based on the total diet or on the market basket | η καταμέτρηση βασίστηκε στη συνολική δίαιτα ή στο "καλάθι της νοικοκυράς" |
commun., transp. | time lapse survey | έρευνα με αεροκινηματογράφηση |
social.sc., lab.law. | time use survey | μελέτη διάθεσης του χρόνου |
life.sc. | trilinear surveying | οπισθοτομία |