Subject | English | Greek |
agric., tech., mater.sc. | acceptable quality level | αποδεκτή στάθμη ποιότητας |
math. | acceptable quality level | αποδεκτό επίπδεο ελέγχου |
math. | acceptable quality level | επίπεδο αποδοχής ελέγχου |
transp., tech. | acceptable quality level | αποδεκτό επίπεδο ποιότητας ; επίπεδο αποδεκτής ποιότητας; 1. αποδεκτό επίπεδο ποιότητας 2. επίπεδο αποδεκτής ποιότητας |
math. | acceptance quality level | επίπεδο αποδοχής ελέγχου |
stat. | acceptance quality level | αποδεκτό επίπδεο ελέγχου |
pharma. | Ad hoc Working Group on Quality Review of Documents | ad hoc ομάδα εργασίας για την επισκόπηση της ποιότητας των εγγράφων |
environ., chem. | Advisory Committee on Air Quality Limit Values and Guide Values for Sulphur Dioxide and Suspended Particulates | συμβουλευτική επιτροπή για τις οριακές και ενδεικτικές τιμές ποιότητας του αέρα για το διοξείδιο του θείου και τα αιωρούμενα σωματίδια |
polit., agric. | Advisory Group on the Quality of Agricultural Production | Συμβουλευτική ομάδα για την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής |
agric. | aid for the ageing of quality liqueur wines | ενίσχυση για την παλαίωση των οίνων ποιότητας λικέρ |
industr. | aid scheme to support technology, industrial safety and quality activities | πρωτοβουλία για την υποστήριξη της τεχνολογίας, της ασφάλειας και της ποιότητας στον βιομηχανικό τομέα |
relig., environ. | air quality limit values | οριακή τιμή ποιότητας του αέρα |
earth.sc., met. | anti-corrosive qualities | αντιδιαβρωτικές ιδιότητες |
chem., mech.eng. | antiknock quality | αντικρουστικές ιδιότητες |
forestr. | assessment of quality | αξιολόγηση της ποιότητας |
earth.sc., el. | assessment of the quality of sound | αποτίμηση ποιότητας ήχου |
fin. | asset quality | ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων |
fin. | asset quality | ποιότητα στοιχείων ενεργητικού |
fin. | asset quality review | έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού |
commun. | automatic observation of the service quality | αυτόματη παρατήρηση ποιότητας τηλεφωνικής επικοινωνίας |
environ. | automatic system providing information on water quality | Αυτόματο Σύστημα Ενημέρωσης για την Ποιότητα των Υδάτων |
stat. | average outgoing quality | μέση εξερχόμενη ποιότητα |
tech. | average outgoing quality | μέση ποιότητα μετά από έλεγχο |
stat. | average outgoing quality level | μέση εξερχόμενη επίπεδο ποιότητας |
stat. | average outgoing quality limit | μέση εξερχόμενη ποιότητα όριο |
tech., law, nucl.phys. | average outgoing quality limit | όριο μέσης ποιότητας μετά από έλεγχο |
agric., industr. | average quality | μέτρια ποιότητα |
agric., industr. | average quality | μέση ποιότητα |
stat., tech. | average quality protection | προστασία μέσης ποιότητας |
stat. | average quality protection | κατά μέσο όρο την προστασία της ποιότητας |
agric. | bad quality | κατωτέρα ποιότητα |
agric. | bad quality | κακή ποιότητα |
agric. | barley quality | ποιότητα του κριθαριού |
agric. | barley quality | ποιότητα της κριθής |
met. | basic quality intended for use at climatic temperatures | βασική ποιότητα προοριζόμενη για χρήση σε κλιματολογικές θερμοκρασίες |
agric. | beer quality | ποιότητα του ζύθου |
agric. | beer quality | ποιότητα της μπίρας |
industr., construct., chem. | bond quality | ποιότητα συγκόλλησης |
agric., industr. | burning qualities | καυσιμότητα |
gen. | cereal of breadmaking quality | αρτοποιήσιμη καλλιέργεια |
gen. | cereal of breadmaking quality | καλλιέργεια δημητριακών |
gen. | cereal of breadmaking quality | αρτοποιήσιμο δημητριακό |
gen. | cereal of breadmaking quality | δημητριακά ψωμιού |
gen. | cereal of breadmaking quality | δημητριακά αρτοποιείας |
gen. | cereal of breadmaking quality | αρτοποιήσιμα σιτηρά |
gen. | cereals of bread-making quality | αρτοποιήσιμη καλλιέργεια |
gen. | cereals of bread-making quality | δημητριακά αρτοποιείας |
gen. | cereals of bread-making quality | καλλιέργεια δημητριακών |
econ. | cereals of bread-making quality | αρτοποιήσιμο δημητριακό |
gen. | cereals of bread-making quality | δημητριακά ψωμιού |
gen. | cereals of bread-making quality | αρτοποιήσιμα σιτηρά |
fin. | certificate of quality | πιστοποιητικό ποιότητας |
commer., polit. | certified quality | πιστοποιηθείσα ποιότητα |
econ. | change in quality | μεταβολή της ποιότητας |
econ. | changes in the average quality of products | μεταβολές στη μέση ποιότητα των προϊόντων |
agric., tech. | choice quality | εξαιρετική ποιότητα |
agric. | "choice quality" feta cheese | φέτα ΑΑ'ή "εξαιρετικής ποιότητας" |
agric. | "choice quality" hard cheese | σκληρά τυριά-ΑΑ'ή "εξαιρετικής ποιότητας" |
mater.sc. | coefficient of quality | συντελεστής ποιότητας |
industr., construct. | colour quality | χρωματική ποιότητα |
agric., met. | commercial quality | ποιότητα εμπορίου |
tech., met. | commercial quality sheets | φύλλα εμπορίου |
polit. | Committee for execution of the specific programme for research, technological development and demonstration on quality of life and management of living resources 1999-2002 | Επιτροπή για την εκτέλεση του ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Ποιότητα της ζωής και διαχείριση των εμβίων πόρων" 1999-2002 |
health. | Committee for implementation of the directive setting standards of quality and safety for the collection, testing, processing, storage, and distribution of human blood and blood components | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη συλλογή, τον έλεγχο, την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρωπίνου αίματος και συστατικών του αίματος |
health. | Committee for implementation of the directive setting standards of quality and safety for the donation, procurement, testing, processing, preservation, storage, and distribution of human tissues and cells | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για τη θέσπιση προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τη δωρεά, την προμήθεια, τον έλεγχο, την επεξεργασία, τη συντήρηση, την αποθήκευση και τη διανομή ανθρώπινων ιστών και κυττάρων |
ed. | Committee for implementation of the programme for the enhancement of quality in higher education and the promotion of intercultural understanding through cooperation with third countries Erasmus Mundus | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος για την αύξηση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και για την προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες Erasmus Mundus |
polit. | Committee for the adaptation to technical and scientific progress of the directive on the quality of fresh water needing protection or improvement in order to support fish life | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την ποιότητα των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας ή βελτίωσης ώστε να είναι κατάλληλα για τη διαβίωση των ψαριών |
gen. | Committee for the adaptation to technical and scientific progress of the directive on the quality of water intended for human consumption | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress of the decision establishing a common procedure for the exchange of information on the quality of surface fresh water in the Community | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της απόφασης βάσει της οποίας θεσπίζεται κοινή διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την ποιότητα των επιφανειακών γλυκών υδάτων στην Κοινότητα |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress of the directive on the quality of bathing water | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την ποιότητα των υδάτων κολύμβησης |
gen. | Committee for the adaptation to technical progress of the directive on the quality of bathing water | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητοツ των υδάτων κολυμβήσεως |
environ. | Committee for the Adaptation to Technical Progress of the Directives on a Common Procedure for the Exchange of Information on the Quality of Surface Water in the Community | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο σχετικά με την κοινή διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την ποιότητα των γλυκέων υδάτων επιφανείας της Κοινότητας |
polit., environ. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Air Quality Limit Values and Guide Values for Sulphur Dioxide and Suspended Particulates | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Οριακές και Ενδεικτικές Τιμές Ποιότητας του Αέρα για το Διοξείδιο του Θείου και τα Αιωρούμενα Σωματίδια |
polit., environ. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Air Quality Standards for Nitrogen Dioxide | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Προδιαγραφές Ποιότητας του Αέρα για το Διοξείδιο του Αζώτου |
environ. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Quality of Bathing Water | Επιτροπή προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Ποιότητα των Υδάτων Κολύμβησης |
environ., fish.farm. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Quality of Fresh Waters Suitable to Support Fish Life | Επιτροπή προσαρμογής των οδηγιών στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο - ποιότητα των γλυκών υδάτων για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
polit., environ. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Quality of Water intended for Human Consumption | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Ποιότητα του Πόσιμου Νερού |
environ. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Surface Fresh Water Quality | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Ποιότητα των Γλυκών Επιφανειακών Υδάτων |
gen. | Committee on ambient air quality assessment and management | Επιτροπή για την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος |
commun. | Committee on common rules for the development of the internal market of Community postal services and the improvement of quality of service | Eπιτροπή για τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών |
polit. | Committee on implementing legislation on ambient air quality assessment and management | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την εκτίμηση και τη διαχείριση της ποιότητας του αέρα του περιβάλλοντος |
gen. | Committee on the adaptation to scientific and technical progress of the directive on the quality of fresh waters needing protection or improvement in order to support fish life | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
gen. | Committee on the adaptation to scientific and technical progress of the directive on the quality of water intended for human consumption | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης |
gen. | Committee on the adaptation to technical progress of the decision establishing a common procedure for the exchange of information on the quality of surface fresh water | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της αποφάσεως περί καθιερώσεως κοινής διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών για την ποιότητα των γλυκών επιφανειακών υδάτων |
gen. | Committee on the adaptation to technical progress of the directive on the quality of bathing water | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητοツ των υδάτων κολυμβήσεως |
agric., industr. | common quality standard | κοινός κανόνας ποιότητας |
agric., industr. | common wheat of superior breadmaking quality | αρτοποιήσιμος μαλακός σίτος ανώτερης ποιότητας |
industr., construct. | concentration on certain quality area | κλαδικός επικερδής θύλακας της αγοράς προς εκμετάλλευση |
econ., agric. | consumption of high quality products | κατανάλωση προϊόντων πρώτης ποιότητας |
gen. | core average exit quality | μέση ποιότης εξόδου από τον πυρήνα αντιδραστήρα |
mater.sc., chem. | corrosion resisting quality | αντοχή στο σκούριασμα |
mater.sc., chem. | corrosion resisting quality | αντοχή στη διάβρωση |
fin. | credit quality step | βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
earth.sc., life.sc. | criterion of image quality | κριτήριο ποιότητας εικόνας |
mater.sc. | criterion of quality | ποιοτικό κριτήριο |
industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας |
obs., industr. | Cyprus Organization for Standards and Control of Quality | Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας |
industr. | Cyprus Organization for the Promotion of Quality | Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας |
obs., industr. | Cyprus Organization for the Promotion of Quality | Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας |
el. | data signal quality detection | φώραση της ποιότητας του σήματος δεδομένων |
law | Declaration on the quality of the drafting of Community legislation | Δήλωση αριθ. 39 για την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας |
forestr. | declining quality | φθίνουσα ποιότητα |
tech., met. | deep drawing quality sheets | φύλλα υψηλής ποιότητας |
environ. | degradation of the recreational and aesthetic quality of landscape | υποβάθμιση της ψυχαγωγικής και της αισθητικής ποιότητας του τοπίου |
tech., mater.sc. | delivery quality | ποιότητα στην παράδοση |
econ., fin. | deterioration in the quality of the assets | ποιοτική υποβάθμιση των στοιχείων του ενεργητικού |
econ., fin. | diminishing quality of the assets | ποιοτική υποβάθμιση των στοιχείων του ενεργητικού |
polit. | Directorate 2 - Agricultural structures, rural development, agri-monetary and agri-financial questions, plant health, organic products, food quality, GMOs, Codex Alimentarius, plant protection | Διεύθυνση 2 - Γεωργικές διαρθρώσεις, αγροτική ανάπτυξη, γεωργονομισματικά και γεωργοοικονομικά θέματα, φυτοϋγειονομικά θέματα, βιολογικά προϊόντα, ποιότητα των τροφίμων, ΓΤΟ, Codex Alimentarius, προστασία των φυτών |
polit. | Directorate for agricultural structures, rural development, agri-monetary and agri-financial questions, plant health, organic products, food quality, GMOs, Codex Alimentarius, plant protection | Διεύθυνση 2 - Γεωργικές διαρθρώσεις, αγροτική ανάπτυξη, γεωργονομισματικά και γεωργοοικονομικά θέματα, φυτοϋγειονομικά θέματα, βιολογικά προϊόντα, ποιότητα των τροφίμων, ΓΤΟ, Codex Alimentarius, προστασία των φυτών |
polit. | Directorate 7 - Quality of Legislation | Διεύθυνση 7 - Ποιότητα της Νομοθεσίας |
agric., industr. | drawing qualities | τράβηγμα |
econ., tech. | economic quality | οικονομική στάθμη ποιότητας |
law | education and training of quality | παιδεία και κατάρτιση υψηλού επιπέδου |
health. | effect of noise on the quality of work and on productivity | επίδραση του θορύβου στην ποιότητα εργασίας και στην παραγωγικότητα |
gen. | efficient high-quality services of general interest | αποτελεσματικές και ποιοτικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος |
comp., MS | Enterprise Quality of Service | Εταιρική ποιότητα υπηρεσιών (A group policy setting that alleviates network congestion issues by enabling central management of Windows Vista network traffic. Without requiring changes to applications, you can define flexible policies to prioritize the Differentiated Services Code Point (DSCP) marking and throttle rate) |
law, environ. | environmental quality standard | ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος |
econ., market. | estimated quality | εκτίμηση ποιότητας |
econ., market. | estimated quality | αξιολόγηση της ποιότητας |
econ. | Euromanagement-standardization, certification, quality and safety:measures to provide advisory services to small and medium enterprises | Euromanagement-τυποποίηση και πιστοποίηση:μέτρα για την παροχή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε θέματα τυποποίησης και πιστοποίησης |
ed. | European Association for Quality Assurance in Higher Education | Ευρωπαϊκή ένωση για την διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση |
health. | European Directorate for the Quality of Medicines | Ευρωπαϊκή Διεύθυνση για την ποιότητα των φαρμάκων |
fin., industr., polit. | European Foundation for Quality Management | Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Ποιοτικού Μάνατζμεντ |
econ. | European Foundation for Quality Management | Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Διαχείρισης της Ποιότητας |
health. | European guidelines for quality assurance in breast cancer screening and diagnosis | Ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την διασφάλιση της ποιότητας του προληπτικού ελέγχου ανίχνευσης και διάγνωσης του καρκίνου του μαστού |
industr., construct. | European initiative on quality | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία με αντικείμενο την ποιότητα |
gen. | European Organisation for Quality Control | Ευρωπαϊκός οργανισμός ελέγχου ποιότητας |
econ. | European Organization for Quality | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ποιότητας |
ed. | European pilot project for evaluating quality in higher education | Ευρωπαϊκό πρότυπο σχέδιο για την αξιολόγηση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση |
ed. | European quality assurance network | ευρωπαϊκό δίκτυο για την αξιολόγηση της ποιότητας |
ed. | European Quality Assurance Reference Framework | ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση |
ed. | European Quality Assurance Reference Framework for Vocational Education and Training | ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διασφάλιση της ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση |
ed. | European Quality Assurance Register for Higher Education | Ευρωπαϊκό Μητρώο Οργανισμών Διασφάλισης της Ποιότητας |
econ. | European Quality Prize | Ευρωπαϊκό βραβείο ποιότητας |
gen. | European Quality Shipping Information System | βάση δεδομένων EQUASYS |
econ. | European Quality Week | Ευρωπαϊκής εβδομάδα ποιότητας |
agric. | extensive quality farming | εκτατική ποιοτική γεωργία |
agric., tech. | extra quality | εξαιρετική ποιότητα |
market., agric. | fair average quality | συνήθης ποιότητα |
market., agric. | fair average quality | μέση ποιότητα |
market., agric. | fair quality | συνήθης ποιότητα |
market., agric. | fair quality | μέση ποιότητα |
agric. | feed quality wheat | σιτηρά για ζωοτροφές |
agric. | feed quality wheat | μαλακός κτηνοτρόφικος σίτος |
agric. | feed quality wheat | κτηνοτροφικά σιτηρά |
industr., construct. | felting quality | ικανότητα σχηματισμού πιλήματος |
agric. | "first quality" hard cheese | σκληρά τυριά-Α'ή "πρώτης ποιότητας" |
agric. | first quality jam | μαρμελάδα έξτρα |
fin. | flight to quality | φυγή κεφαλαίου προς ποιοτικότερους τίτλους |
agric. | food quality scheme | σύστημα προτύπων για την ποιότητα |
agric. | forage quality | ποιότητα χορτονομής |
med., mater.sc., met. | full quality assurance | πλήρης διασφάλιση ποιότητας |
econ. | general change in the quality of the product | γενική μεταβολή της ποιότητας του προϊόντος |
med. | genetic quality | γενετική ποιότητα |
commun. | 5-grade quality scale | κλίμακα ποιότητας πέντε βαθμίδων |
agric., mater.sc. | grading to quality | ποιοτική διαβάθμιση |
agric. | group of qualities | ομάδα ποιότητας |
mater.sc. | guarantee of quality | εγγύηση |
agric. | high-quality beef | βόειο κρέας εκλεκτής ποιότητας |
busin., fin. | high quality borrower | δανειολήπτης πρώτης τάξης |
busin., fin. | high quality borrower | δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας |
earth.sc., el. | high quality energy | πολύτιμη ενέργεια |
earth.sc., el. | high quality energy | ενέργεια υψηλής ποιότητας |
agric. | high quality milk | γάλα υψηλής ποιότητας |
commun., IT | high quality of services for the subscriber | υψηλή ποιότητα υπηρεσιών για το συνδρομητή |
med. | high-quality reagent | αντιδραστήριο υψηλής ποιότητας |
agric. | high-quality seed | σπόροι υψηλής ποιότητας |
agric. | high-quality silage | ενσίρωση υψηλής ποιότητας |
agric. | high-quality stock seed | επιλεγμένοι σπόροι προς σπορά |
mater.sc. | high-quality technological basis | τεχνολογική βάση υψηλής ποιότητας |
agric. | high quality virgin olive oil | παρθένο έλαιον ελαιών λίαν λεπτόν |
agric. | high quality wheat | σιτηρά υψηλής ποιότητας |
econ. | higher quality products | προϊόντα υψηλής ποιότητας |
agric. | hop quality | ποιότητα του λυκίσκου |
industr., construct., chem. | horticultural quality | Yαλοπίνακες ποιότητος θερμοκηπίων |
chem., mech.eng. | ignition quality | ποιότητα ανάφλεξης |
gen. | improving the quality of the environment | βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος |
environ. | indicator of environmental quality Qualitative or quantitative parameter used as a measure of an environmental condition, e.g. of air or water quality | δείκτης ποιότητας του περιβάλλοντος |
environ. | indicator of environmental quality | δείκτης ποιότητας του περιβάλλοντος |
nat.sc., environ. | indoor air quality | ποιότητα του αέρα των εσωτερικών χώρων |
agric. | inferior quality | κατωτέρα ποιότητα |
agric. | inferior quality | κακή ποιότητα |
polit., law | Interinstitutional Agreement on Common Guidelines for the Quality of Drafting of Community Legislation | Διοργανική συμφωνία για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας |
industr. | Interinstitutional Agreement on common guidelines for the quality of drafting of Community legislation | διοργανική συμφωνία για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας |
industr. | internal quality control | εσωτερικός ποιοτικός έλεγχος |
gen. | Interservice Quality Support Group | Διυπηρεσιακή ομάδα στήριξης της ποιότητας |
econ. | intrinsic quality of the products | εγγενής ποιότητα των προϊόντων |
forestr. | joinery quality | ποιότητα αρμών |
industr., construct. | jointless quality | ποιότητα χωρίς ενώσεις |
agric. | keeping qualities | ιδιότητες φύλαξης |
agric. | keeping qualities | ιδιότητες διατήρησης |
agric. | keeping quality | διατήρηση |
life.sc., environ. | leachate qualities | ποιότητα των αποπλυμάτων |
stat., tech. | limiting quality | οριακή ποιότητα |
agric. | liqueur-wine with appellation of origin of high quality | οίνος λικέρ ποιότητας |
stat. | lot quality protection | παρτίδα την προστασία της ποιότητας |
commer. | low quality advice | συμβουλή χαμηλής ποιότητας |
earth.sc., el. | low quality energy | υποβαθμισμένη ενέργεια |
earth.sc., el. | low quality energy | ενέργεια χαμηλής ποιότητας |
fin. | maintaining the quality of the portfolio | διατήρηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου |
agric. | malt quality | ποιότητα της βύνης |
commun., IT | manual observation of the service quality | χειροκίνητη παρατήρηση της ποιότητας υπηρεσίας |
busin., labor.org., patents. | mark of quality | σήμα ποιότητας |
fin. | marketable quality of goods | εμπορευματική ποιότητα εμπορεύματος |
agric., tech. | maternal quality | μητρική ποιότητα |
commun. | measure of the quality of service | μέτρηση της ποιότητας εξυπηρέτησης |
agric. | meat of inferior quality | κρέας χαμηλής ποιότητας |
agric. | milk quality | ποιότητα γάλακτος |
industr., construct. | milling quality | ικανότητα σχηματισμού πιλήματος |
agric., industr. | minimum quality characteristics | ελάχιστα ποιοτικά χαρακτηριστικά |
industr., construct., chem. | mirror quality | Ποιότητα επαργύρωσης |
tech. | mobile quality measurement laboratory | κινητό εργαστήριο μέτρησης της ποιότητας |
tech. | model for quality assurance | υπόδειγμα για τη διασφάλιση της ποιότητας |
agric., tech. | mothering quality | μητρική ποιότητα |
stat. | multivariate quality control | πολυμεταβλητός έλεγχος ποιότητας |
stat., tech. | multi-variate quality control | έλεγχος ποιότητας με πολλές μεταβλητές |
nat.sc., agric. | must quality | ποιότητα μούστου |
mater.sc., construct. | nonskid quality | αντίσταση σε ολίσθηση |
agric. | optimum quality | βέλτιστη ποιότητα |
econ. | optional quality term | προαιρετική ένδειξη ποιότητας |
industr., construct., chem. | ordinary glazing quality | Ποιότης υαλοπινάκων παραθύρων συνηθισμένη |
med. | ordinary quality | συνήθης ποιότητα |
commun. | ordinary quality voice bandwidth line | εύρος ζώνης φωνής συνήθους ποιότητας |
agric. | organoleptical qualities | οργανοληπτικά χαρακτηριστικά |
earth.sc., mech.eng. | oscillating quality | τύπος ταλάντωσης |
earth.sc., el. | overall speech quality | συνολική ποιότητα ομιλίας |
el. | perceptible reduction in the quality | αντιληπτή μείωση ποιότητας |
agric. | pig carcase of standard quality | σφαγμένο ζώο πρότυπης ποιότητας |
gen. | plasma quality factor | παράγων ποιότητας του πλάσματος |
commer. | point-of-sale quality | ποιότητα του σημείου διάθεσης |
polit. | Policy Department for Economic, Scientific and Quality of Life Policies | Θεματικό Τμήμα Οικονομίας, Επιστημών και Ποιότητας Ζωής |
fin., industr. | Polish Committee for Standardisation, Measures and Quality Control | Πολωνική Επιτροπή Τυποποίησης, Μέτρων και Σταθμών και Ποιοτικού Ελέγχου |
agric. | poor land quality | χαμηλή ποιότητα εδάφους |
agric. | poor quality | κατωτέρα ποιότητα |
agric. | poor quality | κακή ποιότητα |
fin. | poor quality loan | πίστωση κακής ποιότητας |
stat., social.sc. | population quality | ποιότητα του πληθυσμού |
agric. | pork of extra quality | ποιότητα χοιρινών σφαγίων ΕΑ Αεξαιρετική |
econ., fin. | portfolio's quality | ποιότητα του χαρτοφυλακίου |
fin., account. | post-audit quality review | αξιολόγηση εκ των υστέρων της ποιότητας του ελέγχου |
tech., mater.sc. | preferred acceptable quality level | προτιμούμενη αποδεκτή στάθμη ποιότητας |
gen. | preserving the quality of the environment | διατήρηση της ποιότητας του περιβάλλοντος |
fin., industr. | product of good marketable quality | εμπορεύσιμο προϊόν καλής ποιότητας |
econ. | product quality | ποιότητα του προϊόντος |
law, tech. | product quality assurance | διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων |
mun.plan., tech. | product quality insurance | διασφάλιση ποιότητας των προϊόντων |
mater.sc., construct. | production quality assurance | διασφάλιση ποιότητας παραγωγής |
gen. | production quality form | υπό μορφή κατάλληλη για παραγωγή |
law | Programme for Improvement of Product Quality | Πρόγραμμα για τη Βελτίωση της Ποιότητας των Προϊόντων |
ed. | Programme for the enhancement of quality in higher education and the promotion of intercultural understanding through cooperation with third countries | Πρόγραμμα για την αύξηση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και για την προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες |
ed. | Programme for the enhancement of quality in higher education and the promotion of intercultural understanding through cooperation with third countries | Πρόγραμμα Erasmus Mundus |
gen. | protecting the quality of the environment | προστασία της ποιότητας του περιβάλλοντος |
fin. | quality accreditation | πιστοποίηση ποιότητας |
med. | quality-adjusted life year | προστιθέμενο έτος ποιοτικής ζωής |
stat. | quality adjusted life year | ποιότητας αναπροσαρμόζεται κατ ζωής |
med. | quality-adjusted life year | ποιοτικώς σταθμισμένο έτος ζωής |
med. | quality-adjusted life year | έτος ζωής προσαρμοσμένο στην ποιότητά του |
law | quality and effectiveness of judicial review | ποιότητα και αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου |
agric. | quality aromatic sparkling wine | αφρώδης οίνος ποιότητας αρωματικού τύπου |
fin. | quality arrangements | ρυθμίσεις ποιότητας |
pharma., agric., mater.sc. | quality assessment of the carcases | ποιοτική αξιολόγηση των σφαγίων |
account. | quality assurance | εξασφάλιση ποιότητας |
tech., law | quality assurance | διασφάλιση της ποιότητας |
fin., industr. | quality assurance | διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος |
gen. | quality assurance | ποιοτικός έλεγχος |
comp., MS | quality assurance | διασφάλιση ποιότητας (A planned and systematic means for assuring that defined standards, practices, procedures, and methods are applied to the project and its results) |
gen. | quality assurance audit records | αρχεία στοιχείων της διακριβώσεως του ποιοτικού ελέγχου |
industr. | quality assurance programme | πρόγραμμα διασφάλισης ποιότητας |
gen. | quality assurance programme | πρόγραμμα ποιοτικού ελέγχου |
mater.sc. | quality assurance records | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων ποιοτικού ελέγχου |
account. | quality assurance review | επανεξέταση της διασφάλισης της ποιότητας |
mater.sc. | quality assurance system | σύστημα διασφάλισης ποιότητας |
agric. | quality attribute | ποιοτικός παράγοντας |
agric. | quality attribute | ποιοτικό κριτήριο |
law, commun., tech. | quality audit | επιθεώρηση ποιότητας |
tech. | quality audit | επιθεώρηση της ποιότητας |
tech. | quality audit observation | παρατήρηση κατά την επιθεώρηση της ποιότητας |
tech. | quality auditor | επιθεωρητής της ποιότητας |
mater.sc. | quality-certification procedure | διαδικασία πιστοποίησης της ποιότητας |
tech., mater.sc. | quality characteristic | ποιοτικό χαρακτηριστικό |
ed. | quality charter | χάρτης ποιότητας |
stat., social.sc. | quality check | μεταπογραφικός έλεγχος |
fin., empl. | quality circle | κύκλος ποιότητας |
stat., commun., IT | quality class | κατηγορία ποιότητας |
agric. | quality class | κατηγορία γονιμότητος |
commer., environ., industr. | quality code | κωδικός ποιότητας |
ed. | quality commitment | ανάληψη υποχρέωσης για την ποιότητα |
tech., mater.sc. | quality conformance inspection | λεπτομερής τελικός ποιοτικός έλεγχος |
math. | quality control | στατιστκός έλεγχος ποιότητας |
stat. | quality control | στατιστικός έλεγχος της ποιότητας |
math. | quality control | επιθεώρηση ελέγχου |
agric. | quality control | ποιοτικός έλεγχος |
math. | quality control | έλεγχος ποιότητας |
agric. | quality control | έλεγχος ποιοτικής σταθερότητας |
stat. | quality control chart | διάγραμμα ελέγχου ποιότητας |
fin., empl. | quality control circle | κύκλος ποιότητας |
econ. | quality control circle | ομάδα ποιότητας |
industr., construct., chem. | quality control clearance | Aνοχές ποιοτικού ελέγχου |
econ. | quality control of agricultural products | ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων |
econ. | quality control of industrial products | ποιοτικός έλεγχος βιομηχανικών προϊόντων |
industr., construct., met. | quality control standard | μέτρο ποιοτικού ελέγχου |
tech., mater.sc. | quality control surveillance | επιτήρηση ελέγχου ποιότητος |
gov. | Quality Controller | ελεγκτής ποιότητας |
econ., tech. | quality costs | κόστος ποιότητας |
law | quality education | παιδεία υψηλού επιπέδου |
econ. | quality effect | αποτέλεσμα της ποιότητας |
tech., mater.sc. | quality engineering | τεχνική ελέγχου ποιότητας |
econ., market. | quality estimation | εκτίμηση ποιότητας |
econ., market. | quality estimation | αξιολόγηση της ποιότητας |
tech. | quality evaluation | αποτίμηση της ποιότητας |
tech. | quality evaluation | αξιολόγηση της ποιότητας |
tech., mater.sc. | quality evaluation test | δοκιμές αξιολόγησης ποιότητας |
agric. | quality factor | ποιοτικός παράγοντας |
earth.sc. | quality factor | συντελεστής ποιότητας |
agric. | quality factor | ποιοτικό κριτήριο |
demogr. | quality for human habitation | ποιότητα διαβίωσης |
lab.law. | quality framework on traineeships | πλαίσιο ποιότητας για την πρακτική άσκηση |
social.sc., health. | quality health services | ποιοτικές υπηρεσίες υγείας |
forestr. | quality impairment | υποβάθμιση της ποιότητας |
fin., industr. | quality improvement | βελτίωση της ποιότητας |
tech. | quality improvement | βελτίωση ποιότητας |
econ., agric. | quality index | δείκτης ποιότητος |
agric. | quality index of oysters | δείκτης ποιότητας στρειδιών |
commer. | quality indicator | δείκτης ποιότητας |
econ. | quality indicators | ενδεικτικά στοιχεία της ποιότητας |
math. | quality inspection | επιθεώρηση ελέγχου |
math. | quality inspection | στατιστκός έλεγχος ποιότητας |
math. | quality inspection | έλεγχος ποιότητας |
fin., industr. | Quality Inspection Office | Υπηρεσία Ποιοτικού Ελέγχου |
forestr. | quality key | πλήκτρο ποιότητας |
econ. | quality label | σήμα ποιότητας |
agric., food.ind. | quality liqueur wine | κρασί-λικέρ ποιότητας |
agric. | quality liqueur wine produced in a specified region | οίνος λικέρ ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality liqueur wine produced in a specified region | οίνος ποιότητας λικέρ που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality liqueur wine psr | οίνος λικέρ ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality liqueurs wines produced in a specified region | κρασιά λικέρ πoιότητας πoυ παράγovται σε καθoρισμέvες περιoχές |
fin. | quality loan | δάνειο ποιότητας |
tech., mater.sc. | quality loop | βρόχος της ποιότητας |
agric., mater.sc. | quality loss | απώλεια ποιότητας |
tech. | quality losses | απώλειες σχετιζόμενες με την ποιότητα |
industr. | quality management | διοίκηση ποιότητας |
industr. | quality management | διαχείριση ποιότητας |
IT | quality management | έλεγχος ποιότητας |
tech. | quality management system | Συστήματος ποιοτικής διαχείρισης |
tech. | quality management system | σύστημα διαχείρισης ποιότητας |
tech., mater.sc. | quality manual | εγχειρίδιο ποιότητας |
law, agric., tech. | quality manual | εγκύκλιος ποιότητας ; οδηγός ποιότητας |
environ. | quality manual | εγχειρίδιο περιβαλλοντικής διαχείρισης |
market., mater.sc. | quality mark | σήμα ποιότητας |
market., mater.sc. | quality mark | ετικέτα ποιότητας |
med. | quality objectives | ποιοτικοί στόχοι |
law, fin. | quality of audit performed | ποιότητα του διενεργηθέντος ελέγχου |
work.fl., IT | quality of being worthy of documentation | τεκμηριωτική εγκυρότητα |
tech., mater.sc. | quality of conformance | ποιότητα συμφωνίας |
tech., mater.sc. | quality of design | ποιότητα σχεδιασμού |
social.sc. | quality of drafting | ποιότητα της διατύπωσης |
stat. | quality of life | ποιότητα ζωής |
social.sc., health. | quality of life | ποιοτική ευεξία |
tech., mater.sc. | quality of manufacture | ποιότητα κατασκευής |
stat. | quality of official statistics | η ποιότητα των επίσημων στατιστικών |
commer. | quality of salespoint | ποιότητα του σημείου διάθεσης |
transp. | quality of service | επίπεδο εξυπηρέτησης |
comp., MS | quality of service requirement | απαιτήσεις ποιότητας υπηρεσιών (A type of work item that records a constraint on the system such as performance, load, stress, security mechanism, or platform. These requirements do not describe functionality but rather constraints on that functionality) |
gen. | quality of soil | ποιότητα εδάφους |
transp., mater.sc., el. | quality of supply | ποιότητα τροφοδοσίας |
econ. | quality of the environment | ποιότητα του περιβάλλοντος |
agric. | quality of the locality | κατηγορία γονιμότητος |
comp., MS | quality-of-service indicator | ένδειξη ποιότητας υπηρεσίας (A statistic that indicates the degree to which a computer, server farm, or server cluster meets usage demands for that configuration) |
agric. | quality pest | επιβλαβής για την ποιότητα οργανισμός |
tech., mater.sc. | quality plan | σχέδιο ποιότητας |
commer., food.ind. | quality premium for sugar | πριμοδότηση ποιότητας για τη ζάχαρη |
fin., agric. | quality promotion measure | μέτρο για τη βελτίωση της ποιότητας |
tech. | quality related costs | κόστη σχετιζόμενα με την ποιότητα |
commer., health. | quality requirement | όρος ποιότητας |
gen. | quality requirement | απαίτηση ποιότητας |
fin. | quality requirements | προϋποθέσεις ποιότητας |
agric. | quality semi-sparkling wine produced in a specified region | ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή |
agric. | quality semi-sparkling wine produced in a specified region | ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality semi-sparkling wine psr | ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή |
agric. | quality semi-sparkling wines produced in a specified region | κρασιά πoιότητας πoυ παράγovται σε καθoρισμέvες περιoχές |
agric., food.ind. | quality sparkling wine | αφρώδης οίνος ποιότητας |
agric. | quality sparkling wine | αφρώδης οίνος ποιότητας; οίνος αφρώδης ποιότητος; αφρώδες κρασί ποιότητας |
agric. | quality sparkling wine | αφρώδες κρασί ποιότητας |
agric. | quality sparkling wine of the aromatic type | αφρώδης οίνος ποιότητας αρωματικού τύπου |
agric. | quality sparkling wine of the aromatic type produced in a specified region | ν.m.q.p.r.d., αρωματικού τύπου |
agric. | quality sparkling wine of the aromatic type produced in a specified region | αφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή, αρωματικού τύπου |
agric. | quality sparkling wine produced in a specified region | αφρώδης οίνος ποιότητας που παρασκευάζεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality sparkling wine produced in a specified region | αφρώδεις οίνοι ποιότητας παραγόμενοι εντός καθορισμένων περιοχών |
agric. | quality sparkling wine produced in a specified region | αφρώδη κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε καθορισμένες περιοχές |
agric. | quality sparkling wine psr | αφρώδης οίνος ποιότητας που παρασκευάζεται εντός καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality sparkling wine psr | αφρώδη κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε καθορισμένες περιοχές |
mater.sc. | quality specification | προδιαγραφές ποιότητας |
mater.sc. | quality specification | ποιοτικές προδιαγραφές |
tech., mater.sc. | quality spiral | βρόχος της ποιότητας |
fin., invest. | quality spread | διαφορά πίστωσης |
fin., invest. | quality spread | διαφορά ποιότητας |
fin., invest. | quality spread | άνοιγμα πίστωσης |
market., mater.sc. | quality stamp | σήμα ποιότητας |
market., mater.sc. | quality stamp | σφραγίδα ποιότητας |
market., mater.sc. | quality stamp | ετικέτα ποιότητας |
econ. | quality standard | ποιοτικό πρότυπο |
gen. | quality standard | ποιοτικό επίπεδο |
social.sc. | quality standard | προδιαγραφές ποιότητας |
environ. | quality standard | περιβαλλοντικό πρότυπο |
tech., mater.sc. | quality surveillance | επιτήρηση της ποιότητας |
tech. | quality system | σύστημα ποιότητας |
gen. | quality tourism | τουρισμός ποιότητας |
nat.sc., agric. | quality variety | ποικιλία ποιότητας |
nat.sc., agric. | quality variety | ευγενής αμπελοφυτεία |
agric. | quality variety | εκλεκτή ποικιλία |
tech., mater.sc. | quality verification | επαλήθευση ποιότητας |
agric. | quality wheat | σίτος ποιότητας |
comp., MS | Quality Windows Audio-Video Experience | Οπτικοακουστική εμπειρία ποιότητας των Windows (A collection of QoS-related software modules that run on devices in the home network. It supports multiple A/V streams (real-time flows requiring QoS) and data streams (best-effort flows, such as e-mail) simultaneously over the home network, while providing a high-quality A/V user experience) |
agric., food.ind. | quality wine | οίνος ποιότητας |
agric. | quality wine | κρασί ποιότητας |
commer., food.ind. | quality wine produced in a specific region | οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή |
agric. | quality wine produced in a specific region | ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη |
agric. | quality wine produced in a specific region | οίνος ποιότητος καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality wine produced in a specified region | ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη |
agric. | quality wine produced in a specified region | οίνος ποιότητος καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality wine psr | ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη |
commer., food.ind. | quality wine psr | οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή |
agric. | quality wine psr | οίνος ποιότητος καθορισμένης περιοχής |
agric. | quality wines P.S.R.-total | κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε συγκεκριμένες περιοχέςVQPRD-γενικά |
mater.sc. | real time qualification for quality control | κλίμακα πραγματικού χρόνου για τον ποιοτικό έλεγχο |
IT | received signal quality assessed over a subset of 12 TDMA frames | ποιότητα λαμβανόμενου σήματος αξιολογούμενη επί ενός υποσυνόλου 12 πλαισίων TDMA |
IT | received signal quality assessed over the full set of TDMA frames in a SACCH bl. | ποιότητα λαμβανόμενου σήματος αξιολογούμενη επί του πλήρους συνόλου πλαισίων TDMA σε ομάδα SACCH |
agric., food.ind. | red/rosé quality wine P.S.R. | κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε συγκεκριμένες περιοχές κόκκινα/ροζέ |
agric. | reference quality | ποιότητα αναφοράς |
stat. | rejectable quality level | απορριπτικό επίπεδο ποιότητος |
stat. | rejectable quality level | απορρίψιμος επίπεδο ποιότητας |
agric. | rye of breadmaking quality | αρτοποιήσιμη σίκαλη |
agric. | scheme for recognition of quality | σύστημα αναγνώρισης της ποιότητας |
agric. | seal of quality | σφραγίδα |
agric. | "second quality" hard cheese | σκληρά τυριά-Β'ή "δεύτερης ποιότητας" |
mater.sc., industr., construct. | second quality kraft paper | χαρτί kraft δεύτερης ποιότητας |
industr., construct., chem. | selected glazing quality | Διαλεγμένη ποιότητα υαλόφραξης |
agric., tech. | selected quality | εξαιρετική ποιότητα |
commun. | semi-automatic observation of the service quality | ημιαυτόματη παρατήρηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών |
comp., MS | Service Quality Metrics | Μετρικά ποιότητας υπηρεσιών (Technology a user can enable that allows data relating to application use/performance/errors to be collected and sent to Microsoft, thus allowing Microsoft to continue to improve the product based on actual user data) |
comp., MS | service quality metrics | μετρικά ποιότητας υπηρεσίας (A collection of statistics that indicates the degree to which a service meets performance, usage, and other demands for the service) |
tech., el. | signal quality error test | δοκιμή σφάλματος ποιότητας σήματος |
tech., el. | signal quality error test | δοκιμή SQE |
industr., construct., chem. | silvering quality | Ποιότητα επαργύρωσης |
industr., construct., chem. | silvering quality glass | Ποιότητα επαργύρωσης |
industr., construct., met. | silvering quality glass | γυαλί επαργύρωσης |
forestr. | site quality | ποιότητα του τόπου |
agric. | slaughter quality | ποιότητα σφαγείου |
IT | software quality and reliability metrics for selected domains:Safety,management and clerical systems | συστήματα μέτρησης ποιότητας και αξιοπιστίας λογισμικού για επιλεγμένα πεδία:ασφαλιστικά,διοικητικά και λογιστικά συστήματα |
gen. | soil quality | ποιότητα εδάφους |
agric. | sound and fair merchantable quality | ποιότητα υγιής, ανόθευτη και σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη |
econ., agric., food.ind. | sound, fair and of marketable quality | υγιής, ανόθευτη και εμπορεύσιμη ποιότητα |
econ., agric., food.ind. | sound, genuine and of merchantable quality | υγιής, ανόθευτη και εμπορεύσιμη ποιότητα |
commun. | special quality voice bandwidth line | εύρος ζώνης φωνής ειδικής ποιότητας |
industr., construct., chem. | special selected quality | Ποιότητα ειδικής διαλογής |
agric. | special storage aid for quality wine | ειδική ενίσχυση στην αποθεματοποίηση οίνων ποιότητας |
environ. | Specific programme for research, technological development and demonstration on quality of life and management of living resources | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης με θέμα "Ποιότητα ζωής και διαχείριση έμβιων πόρων" |
agric., sugar. | standard quality | ποιοτικός τύπος |
forestr. | starting-quality setting | αρχική ρύθμιση ποιότητας |
gen. | State Secretary for Agricultural Markets and Food Quality | Αναπληρωτής Υπουργός των Γεωργικών Αγορών και της Ποιότητας της Διατροφής |
stat. | statistical quality control | στατιστικός έλεγχος της ποιότητας |
stat. | statistical quality control | έλεγχος ποιότητας |
stat. | statistical quality control | στατιστκός έλεγχος ποιότητας |
math. | statistical quality control | επιθεώρηση ελέγχου |
stat. | statistical quality inspection | στατιστικός έλεγχος της ποιότητας |
forestr. | stem quality | ποιότητα κορμού |
med. | stimulus quality | ποιότητα ερεθίσματος |
agric. | storing quality | ικανότητα συντήρησης |
el. | supply quality of an electrical network | ποιότητα τροφοδοσίας ισχύος ηλεκτρικού δικτύου |
agric., food.ind. | taste quality of milk | ποιότητα του γάλακτος από οργανοληπτική άποψη |
econ. | teaching quality | ποιότητα της διδασκαλίας |
earth.sc., mech.eng. | temperature traverse quality | εγκάρσια μεταβολή θερμοκρασίας |
fin. | Testing, Inspection, Certification and Quality Assurance Services | υπηρεσίες δοκιμών, επιθεωρήσεων, πιστοποίησης και διασφάλισης της ποιότητας |
tech. | the common quality standards | οι κοινοί κανόνες ποιότητος |
environ. | the intensity and quality of the X-radiation are dependent on the accelerating voltage | Η ένταση και η ποιότητα της ακτινοβολίας Χ εξαρτώνται από το δυναμικό επιταχύνσεως. |
gen. | the quality of drafting of Community legislation | η ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας |
met. | the structure of a thin sheet of deep drawing quality steel | δομή ενος λεπτού χαλύβδινου ελάσματος ποιότητας για βαθειά διέλκυση |
phys.sc., el. | tonal quality | τονική ποιότητα |
industr. | total quality | ολική ποιότητα |
mater.sc. | total quality concept | έννοια της συνολικής ποιότητας |
fin., industr. | Total Quality Control | Ολικός Ποιοτικός ΄Ελεγχος |
fin., industr. | Total Quality Management | Διοίκηση Ολικής Ποιότητας |
fin., industr. | Total Quality Management | Μάνατζμεντ Ολικής Ποιότητας |
fin., empl. | total quality management | Διοίκηση ολικής ποιότητας |
econ. | Total Quality Management | Διαχείριση ολικής ποιότητας |
transp. | trip quality | ποιότητα διαδρομής |
transp. | trip quality standard | πρότυπο μεταφοράς |
transp. | trip quality standard | πρότυπο διαδρομής |
econ. | variation in quality,component of the variation in volume | συστατικό της μεταβολής του όγκου |
econ. | variation in quality,component of the variation in volume | ποιοτικές μεταβολές |
el. | voice quality | ποιότητα φωνής |
commun., IT | voice transmission quality | ποιότητα μετάδοσης της φωνής |
gen. | Water quality - Chemical determination of calcium | Ποιότητα νερού - Χημικός προσδιορισμός ασβεστίου |
mater.sc. | wearing quality | αντοχή στη φθορά |
agric. | white quality wines P.S.R. | κρασιά ποιότητας παραγόμενα σε συγκεκριμένες περιοχές λευκά |
comp., MS | Windows Hardware Quality Labs | εργαστήρια ποιότητας υλικού των Windows (A Microsoft hardware-testing organization that produces and supports the Microsoft Hardware Compatibility Test kit for current Microsoft operating systems. Both hardware and software are tested before rights to use the logo are granted) |
econ. | wine of superior quality | οίνος ποιότητας |
gen. | Working Group on Quality Review of Documents | ομάδα εργασίας για την εξέταση της ποιότητας των εγγράφων |
gen. | Working Party on Foodstuff Quality | Ομάδα "Ποιότητα των Τροφίμων" |
environ. | Working Party on the Environment and Quality of Life | Ομάδα Εργασίας "Περιβάλλον και Ποιότητα Zωής" |