Subject | English | Greek |
earth.sc. | acoustical impedance matching | ακουστική προσαρμογή |
el. | aerial matching | προσαρμογή κεραίας |
commun., IT | aerial-matching circuit | κύκλωμα προσαρμογής κεραίας |
commun. | aerial matching transformer | μετασχηματιστής προσαρμογής κεραίας |
IT, dat.proc. | alphabetic match | αλφαβητικός συσχετισμός |
IT, dat.proc. | alphabetic match | αλφαβητική αντιστοιχία |
IT, dat.proc. | alphabetical match | αλφαβητικός συσχετισμός |
IT, dat.proc. | alphabetical match | αλφαβητική αντιστοιχία |
el. | antenna matching | προσαρμογή κεραίας |
commun., IT | antenna-matching circuit | κύκλωμα προσαρμογής κεραίας |
commun. | antenna matching transformer | μετασχηματιστής προσαρμογής κεραίας |
industr., construct., chem. | bad match | Kακό ταίριασμα |
industr., construct. | balance matching | συμμετρική πολλαπλή συναρμολόγησις |
stat. | Banach's match problem | πρόβλημα αγώνα Banach του |
chem. | Bengal match | βεγγαλικό σπίρτο |
IT | best match problem | πρόβλημα του βέλτιστου συνδυασμού |
immigr., IT, nat.sc. | biometric matching | βιομετρική αντιστοιχία |
immigr., IT, nat.sc. | biometric matching | βιομετρική αντιστοίχιση |
immigr., IT | biometric matching system | σύστημα βιομετρικής αντιστοιχίας |
industr., construct. | book matching | συμμετρική σύνδεσις καπλαμά μαχαιριούκοιν:ντάμες ή συμμετρία |
industr., construct. | butt matching | συναρμογή δια παραθέσεως |
med. | caliber matching | εξομοίωση |
commun. | color match | προσαρμογή χρώματος |
comp., MS | color matching | ταίριασμα χρωμάτων (The process of image output correction to match the same colors that were scanned or input) |
commun. | color matching | προσαρμογή χρώματος |
earth.sc. | color matching | χρωματική προσαρμογή |
commun. | colour match | προσαρμογή χρώματος |
commun. | colour matching | προσαρμογή χρώματος |
earth.sc. | colour matching | χρωματική προσαρμογή |
chem. | colour matching | ταίριασμα χρωμάτων,χρωματική συμφωνία |
fin. | combination matching | συνδυασμένη αντιστοίχηση |
fin. | combination matching | οριζόντια αντιστοίχηση |
fin. | currency-matching provisions | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
fin. | currency-matching requirement | απαίτηση νομισματικής αντιστοιχίας |
commun., IT | edge matching | συναρμογή παρυφών |
life.sc. | edge matching | ταύτιση άκρων φύλλου χάρτου |
transp., avia. | essential match | ουσιαστικό ταίριασμα |
IT | false match rate | ποσοστό εσφαλμένης αντιστοίχισης |
IT | false non match rate | ποσοστό εσφαλμένης αναντιστοιχίας |
IT, geogr. | feature matching service | υπηρεσία αντιστοίχισης οντοτήτων |
IT | finger print matching technique | τεχνική για τη σύγκριση δακτυλικών αποτυπωμάτων |
IT | finger print matching technique | τεχνική αντιπαραβολής δακτυλικών αποτυπωμάτων |
wood. | four-piece butt matching | τεταρτομερής συναρμογή |
crim.law., life.sc. | full match | πλήρης αντιστοιχία |
el. | gain matching | εξομοίωση κερδών |
el. | gain matching | αλληλοπροσαρμογή κερδών |
el. | half-wave matching stub | στοιχείο προσαρμογής μισού μήκους κύματος |
fin. | horizon matching | συνδυασμένη αντιστοίχηση |
market., fin. | identical matching | προσφορά ακριβώς ίδιων όρων |
insur. | identical matching | απόλυτη ευθυγράμμιση |
el. | impedance match | προσαρμογή σύνθετης αντίστασης |
el. | impedance match | προσαρμογή εμπέδησης |
el. | impedance matching | προσαρμογή σύνθετης αντίστασης |
earth.sc., el. | impedance matching | προσαρμογή |
IT | impedance-matching circuit | κύκλωμα προσαρμογής σύνθετης αντίστασης |
IT, el. | impedance matching set | προσαρμογέας σύνθετης αντίστασης |
IT | impedance-matching splitter | προσαρμοσμένος διαιρέτης |
IT | impedance-matching splitter | διαιρέτης |
IT, el. | impedance-matching tap | προσαρμοσμένος απομαστευτής |
IT, el. | impedance-matching tap | απομαστευτής |
industr., construct., chem. | index matching | δείκτης ταιριάσματος |
el. | index-matching fluid | υγρό προσαρμογής δείκτη διάθλασης |
el. | index-matching gel | πήκτωμα προσαρμογής δείκτη διάθλασης |
industr., construct., chem. | invariant match | Kακό ταίριασμα |
chem., el. | load matching | προσαρμογή φορτίου |
chem., el. | load matching | εξομοίωση φορτίου |
med. | Lucifer match makers'disease | φωσφορική νέκρωση της κάτω γνάθου |
med. | Lucifer match makers'disease | νέκρωση του οστού της γνάθου |
transp. | map-matching | παραβολή γεωγραφικών χαρακτηριστικών |
life.sc., transp. | map-matching guidance | καθοδήγηση με αντιπαραβολή χαρτών |
transp. | to match an existing tariff | προσφορά ιδίων κομίστρων με ήδη υπάρχοντα |
industr., construct. | match block | ξυλεία σπίρτων |
agric. | match body | σώμα για λιβάδια |
comp., MS | Match Code Update | Ενημέρωση κωδικών αντιστοίχισης (A system job that scans the system for records for which match codes are not updated and persist their corresponding matchcodes in the database (this wakes up every 5 mins)) |
mech.eng. | match-dipping machine | μηχανή εμβάπτισης σπίρτων |
hobby | match fixing | στημένο παιχνίδι |
hobby | match fixing | προσυνεννοημένος αγώνας |
fin. | to match investor's orders | εξασφάλιση αλληλοκάλυψης των εντολών των επενδυτών |
met. | match line | ακμή αναφοράς μήτρας σφυρηλασίας |
industr., construct., met. | match mark | ραφή καλουπιού |
mater.sc. | match-marking | σημείο προσαρμογής |
IT, dat.proc. | match-merge | επιλεκτική συνταξινόμηση |
agric. | match plough | άροτρο για καλλιέργεια λιβαδιών |
industr., construct. | match splint | σχίζα |
industr., construct. | match stick | σχίζα |
industr., construct. | match stock | κορμόξυλα διά σπίρτα |
insur. | match terms | ευθυγραμμίζομαι προς όρους |
industr. | match test | δοκιμή πυρείου |
fin. | match trading | συναλλαγές εκτός διαπραγμάτευσης |
transp. | match truck | ενδιάμεσο φορτηγό σύνδεσης |
transp. | match wagon | όχημα ασφαλείας |
transp. | match wagon | όχημα προστασίας από προσκρούσεις |
fin., insur. | matching adjustment | προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης |
insur. | matching assets | αντιλογισμός |
unions. | matching assets | αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία |
fin. | matching assets | νομισματική αντιστοιχία |
gen. | matching assets rule | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
el. | matching bond area | επιφάνεια προσαρμογής σύνδεσης |
insur. | matching by other support | ευθυγράμμιση με διαφορετική υποστήριξη |
transp., avia. | matching capacity share | αντιστάθμιση μεριδίων μεταφορικής ικανότητας |
tech., industr., construct. | matching carpet | ταίριασμα χαλιού |
stat. | matching coefficient | ταιριάζοντας με συντελεστής |
market. | matching concept | λογιστική αρχή αντιστοίχησης |
IT, dat.proc. | matching criterion | κριτήριο σύγκρισης |
stat., scient. | matching distribution | κατανομή συναντήσεων |
stat. | matching distribution | ταιριάζοντας με διανομή |
IT | matching error | σφάλμα σύγκρισης |
fin. | matching finance | ανάλογη χρηματοδότηση |
econ. | matching funds | ισόποσα κονδύλια |
econ., fin. | matching funds | κεφάλαιο υποκατάστασης |
commun., transp., avia. | matching II code | κωδικός προσαρμογής ΙΙ |
commun., el. | matching network | κύκλωμα προσαρμογής |
commun., IT | matching network | δίκτυο προσαρμογής |
commun., el. | matching network | δικτύωμα προσαρμογής |
market., fin. | matching of aid financing | ευθυγράμμιση χρηματοδοτικής βοήθειας |
stat. | matching of registers | σύζευξη μητρώων |
life.sc. | matching of sheet edges | ταύτιση άκρων φύλλου χάρτου |
market., fin. | matching offsets | αντισταθμιστική εγγραφή |
insur. | matching participant | συμμετέχων που ευθυγραμμίζεται |
market. | matching principle | αρχή της περιοδολόγησης |
fin., account. | matching revenue against expenditure for a given financial year | ισοσκελισμός ενεργητικού και παθητικού ενός ισολογισμού |
fin. | matching rule | κανόνας νομισματικής αντιστοιχίας |
gen. | matching rules | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
el. | matching section | τμήμα προσαρμογής |
ed., unions. | matching skills | αντιστοιχία δεξιοτήτων |
ed., unions. | matching skills | αντιστοίχιση δεξιοτήτων |
nat.sc. | matching stimuli | ερέθισμα οργάνου |
el. | matching transformer | μετασχηματιστής προσαρμογής |
earth.sc., el. | matching transformer unit | συγκρότημα μετασχηματισμού |
earth.sc., el. | matching transformer unit | μετασχηματιστής τάσης |
earth.sc., el. | matching unit | συσκευή προσαρμογής |
tech., industr., construct. | matching waste | φύρα ταιριάσματος |
el. | metameric match | μεταμερική προσαρμογή |
industr., construct. | metameric match | μεταμερικό ταίριασμα |
med. | minor cross-match | ελάσσων διασταύρωση |
met. | mis-match | σφάλμα μετατόπισης |
IT | mix and match production | προσαρμοσμένη λειτουργία |
industr., construct., chem. | mould match | Eυθυγράμμιση καλουπιού |
industr., construct., chem. | mould match | ταίριασμα καλουπιού |
industr., construct., chem. | mould match line | Pαφή καλουπιού |
IT, nat.sc. | must-match fields | πεδία που "πρέπει να ταιριάζουν" |
crim.law., life.sc. | near match | παραπλήσια αντιστοιχία |
IT, dat.proc. | non-selective match | μη επιλεκτική ταύτιση |
IT, dat.proc. | numeric match | αριθμητική αντιστοίχιση |
IT, dat.proc. | numerical match | αριθμητική αντιστοίχιση |
IT, dat.proc. | partial match | ανεύρεση παραπλήσιων |
market. | participant intending to match | συμμετέχων που προτίθεται να παράσχει ίδιους όρους |
IT, dat.proc. | pattern-matching | αντιπαραβολή προτύπων |
market. | procedure for matching | διαδικασία προσφοράς ίδιων όρων |
transp., avia. | proof-of-match | απόδειξη εναρμόνισης |
hobby | qualification-round match | προκριματικός γύρος |
el. | quarter-wave matching stub | γραμμή προσαρμογής τετάρτου κύματοςλ/4 |
industr., construct., mech.eng. | reversed matching | αντίστροφος συναρμογή |
gen. | rules on matching assets | κανόνες νομισματικής αντιστοιχίας |
chem. | safety match | σπίρτο ασφαλείας |
health., anim.husb. | serological matching | ορολογική αντιστοίχηση |
industr., construct., mech.eng. | side matching | συρραφή καπλαμάδων |
gen. | simple operations consisting of removal of dust, sifting or screening, sorting, classifying, matching | απλές εργασίες αφαίρεσης της σκόνης, κοσκινίσματος, διαλογής, ταξινόμησης, συνδυασμού |
ed., unions. | skill matching | αντιστοιχία δεξιοτήτων |
lab.law. | skills matching | αντιστοίχιση δεξιοτήτων |
industr., construct., mech.eng. | slide matching | συρραφή καπλαμάδων |
industr., construct., mech.eng. | slip matching | συρραφή καπλαμάδων |
el. | solar radiation matching | προσαρμογή ενεργειακού διάκενου και φασματικού μεγίστου της ηλιακής ακτινοβολίας |
commun., transp. | stellar map-matching guidance | αστροναυτιλία |
econ., insur. | sub-matching | υποευθυγράμμιση |
industr., construct., mech.eng. | swing matching | αντίστροφος συναρμογή |
IT, dat.proc. | syntax matching service | υπηρεσία προσαρμογής σύνταξης |
IT, dat.proc. | total-match search | αναζήτηση βάσει πλήρους αντιστοίχισης |
fin. | trade matching and confirmation | σύστημα αντιστοίχισης και επιβεβαίωσης |
fin. | trade matching system | σύστημα αντιπαράθεσης των εντολών μιας αγοράς |
fin. | trade matching system | σύστημα αντιστοίχισης συναλλαγών |
IT, transp. | train command matching | ταξινόμηση οχημάτων |
IT, transp. | train command matching | ανταπόκριση οχημάτων |
chem. | wax match | κηρόσπιρτο |