DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Mechanic engineering containing fix | all forms
EnglishGreek
boss fixingστερέωση του μουαγιέ
boss fixingστερέωση της πλήμνης
concealed fixingμη ορατή στερέωση
concealed fixingκαλυμμένη στερέωση
fixing areaεπιφάνεια στερέωσης
fixing boltβύσμα πρόσδεσης
fixing boltκοχλίας πρόσδεσης
fixing boltβίδα πρόσδεσης
fixing brakeφρένο ακινητοποίησης
fixing brakeπέδη ακινητοποίησης
fixing deviceσφιγκτήρας
fixing plateπλάκα πρόσδεσης
fixing screwβίδα στερέωσης
fixing sleeveσωληνωτό περίβλημα στερέωσης
fixing spanβήμα στερεώσεως
fixing spanάνοιγμα στερεώσεως
flange fixingστερέωση με φλάντζα
gussetted fixingστερέωση με λαπάτσεςκοιν.
gussetted fixingστερέωση με κομβοελάσματα
tension frame fixingέδραση πλαισίου τάνυσης
vertical plane of fixing pointκατακόρυφο επίπεδο του σημείου πρόσδεσης