DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing cut | all forms | exact matches only
EnglishGreek
apparent trace of the cut-off on to the lensεμφανές ίχνος αποκοπής επί του φακού
cut glassκομμένο γυαλί
cut-in currentελάχιστο ρεύμα ενεργοποίησης ηλεκτρονόμου
cut-offκανάλι αποκοπής
cut-off connectorρευματοδότης αποκοπής
cut-off frequencyοριακή συχνότητα
cut-off powerισχύς αποκοπής
cut-off rateβαθμός αποκοπής
cut-off voltageτάση αποκοπής
cut-out voltageτάση αυτόματης αποκοπής
cut-out voltageτάση αποκλεισμού
cut-throughαντίσταση σε διείσδυση
cut-through resistanceαντίσταση στη διείσδυση
dual cut-outδιπλή διακοπή
effective cadmium cut-offενεργό κατώφλι ενέργειας του καδμίου
generator cut-offαποσύζευξη μίας γεννήτριας
generator cut-outαποσύζευξη μίας γεννήτριας
geomagnetic cut-off energyγεωμαγνητική ενέργεια αποκοπής
pressure switch cut-out periodχρόνος επενέργειας ρύθμισης
regulator switch cut-out periodχρόνος επενέργειας ρύθμισης
X-cut crystalκρύσταλλος X
Y-cut crystalκρύσταλλος Y