DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing Subject | all forms | exact matches only
EnglishGreek
area subject to restrictions on the movement of livestockζώνη που υπόκειται στον περιορισµό µετακίνησης των ζώων
area which is subject to prohibitionζώνη που βρίσκεται υπό απαγόρευση
certain substances are subject to targeted controlsορισμένες ουσίες υπόκεινται σε ειδικούς ελέγχους
medicinal product subject to medical prescriptionφάρμακο που χορηγείται μόνο με ιατρική συνταγή
medicinal product subject to medical prescriptionφάρμακο χοηγούμενο με συνταγή
subject rangeόριο αντικείμενου
territory subject to animal health restrictionsέδαφος που υπόκειται σε περιορισμούς υγειονομικού ελέγχου
trial subjectυποκείμενο της δοκιμής