DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing Subject | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agreement subject to confirmationπροσωρινή συμφωνία
agreement subject to confirmationσυμφωνία ad referendum
to be subject to ratificationεπικυρώνομαι
category not subject to EEC pattern approval pressure vesselsκατηγορία συσκευών πίεσης που δεν υπόκειται στην έγκριση ΕΟΚ
competence in relation to the subject matterκαθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae)
contract of employment subject to private lawσύμβαση εργασίας διεπομένη από το ιδιωτικό δίκαιο
data subjectενδιαφερόμενο πρόσωπο
data subjectκαταχωρισμένο πρόσωπο
data subjectυποκείμενο των δεδομένων
data subjectκαταχωρισμένο άτομο
data subjectαρχειοθετημένο πρόσωπο
decision subject to appealαπόφαση που υπόκειται σε προσφυγή
dispute which relates to the subject matter of the Treatyδιαφορά συναφής με το αντικείμενο της Συνθήκης
examination law makes the grant of a patent subject to the results of an examinationεξέταση
grant of patents subject to temporary prohibition of publicationχορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνοδευομένων από προσωρινή απαγόρευση δημοσιεύσεως
incapacitated subjectανίκανος συμμετέχων
interception subjectπαρακολουθούμενος
judgment which may be the subject of an application to set asideαπόφαση υποκείμενη σε ανακοπή
jurisdiction in relation to the subject matterκαθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae)
jurisdiction related to subject matterκαθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae)
list of persons subject to a visa banκατάλογος προσώπων στα οποία δεν χορηγείται θεώρηση
matters which are the subject of legislationθέματα τα οποία ρυθμίζονται νομοθετικώς
provision of information to the data subjectπαροχή πληροφοριών στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο
request containing the subject of paymentαίτημα που περιλαμβάνει το αντικείμενο της πληρωμής
safeguarding of the subject's rightsεξασφάλιση δικαιωμάτων ενδιαφερομένου
scope in relation to subject matterουσιαστικό πεδίο εφαρμογής
security subjectυποκείμενο ασφάλειας
signature subject to ratification, acceptance or approvalυπογραφή υποκείμενη σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση
subject matter and geographic field of applicationαντικείμενο και γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής
subject-matter competenceκαθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae)
subject-matter jurisdictionκαθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae)
subject-matter of the actionκύριο αντικείμενο της αγωγής
subject of international lawυποκείμενο του διεθνούς δικαίου
subject toυπό με την επιφύλαξη
subject to a right of appeal to the Court of Justice on points of law onlyυπό την επιφύλαξη ασκήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, περιοριζομένης σε νομικά ζητήματα
subject to a security systemυποβάλλονται σε καθεστώς απορρήτου
subject to ratificationμε χωρίς επιφύλαξη επικύρωσης
subject to reciprocity in the country of originόρος αμοιβαιότητας στη χώρα προέλευσης
subject to reporting requirementsέχω υποχρέωση να παρέχω πληροφορίες
the United Kingdom is therefore not taking part in its adoption and is not bound by it or subject to its application.Η παρούσα πράξη συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν *. Ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας πράξης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.
topical legal subjectνομικό θέμα επικαιρότητας