DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
working capacity
el. χωρητικότητα λειτουργίας
lab.law. απόδοση
lab.law., mech.eng. ικανότητα σε απόδοση εργασίας; παραγωγικότητα εργασίας
working capacity: 1 phrase in 1 subject
Chemistry1