licence | |
busin. labor.org. patents. | άδεια χρήσης σήματος |
fin. tech. | άδεια |
interntl.trade. | ειδική άδεια |
law nucl.phys. | άδεια λειτουργίας |
life.sc. patents. | άδεια εκμετάλλευσης |
fee | |
stat. fin. | δασμός; συνδρομή |
fees | |
gen. | τέλη επιθεώρησης |
ed. | δίδακτρα |
| |||
άδειες κατοχής ή χρήσης | |||
| |||
άδεια χρήσης σήματος | |||
άδεια | |||
ειδική άδεια | |||
άδεια λειτουργίας | |||
άδεια εκμετάλλευσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
license v. | |||
lic. |
licence: 254 phrases in 28 subjects |