Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
English
Polish
Russian
Terms
for subject
Agriculture
containing
μεγάλη
|
all forms
Greek
English
αντίσταση στην διάβρωση από
μεγάλη
ποικιλία υλικών που χρησιμοποιούνται στην βιομηχανία τροφίμων
corrosion resistance to a wide range of materials used in the foodstuff industry
γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με
μεγάλη
απόδοση
high yielder
γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με
μεγάλη
απόδοση
high producing cow
γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με
μεγάλη
απόδοση
heavy milker
μεγάλη
αποπτερωτική μηχανή
large plucker
μεγάλη
αποπτερωτική μηχανή
big plucker
μεγάλη
αφίδα της βρώμης
grain aphid
(Macrosiphon granariae, Macrosiphum cereale, Macrosiphum granarium, Siphonophora cerealis)
μεγάλη
δεξαμενή
giant tank
μεγάλη
δεξαμενή ψύξης γάλακτος
closed milk cooling tank
μεγάλη
συσκευασία
large pack
παρασκευή ζύθου με
μεγάλη
πυκνότητα
high gravity brewing
παρασκευή ζύθου με
μεγάλη
πυκνότητα
high density brewing
παρασκευή μπίρας με
μεγάλη
πυκνότητα
high gravity brewing
παρασκευή μπίρας με
μεγάλη
πυκνότητα
high density brewing
πρόψυξη των σταφυλιών όταν πρόκειται να διανύσουν
μεγάλη
απόσταση
precooling of grapes
Get short URL