Subject | Greek | English |
life.sc., agric. | έδαφος με μεγάλη υδροπεριεκτικότητα | humous |
mater.sc., met. | έλεγχος σε μεγάλη κλίμακα | large-scale test |
energ.ind. | αέριο μεταφερόμενο σε μεγάλη απόσταση | long-distance gas |
energ.ind. | αέριο μεταφερόμενο σε μεγάλη απόσταση | grid gas |
el. | ακτινοβολία με μεγάλη γωνία της κεραιοστοιχίας | high angle radiation of the array |
agric., met. | αντίσταση στην διάβρωση από μεγάλη ποικιλία υλικών που χρησιμοποιούνται στην βιομηχανία τροφίμων | corrosion resistance to a wide range of materials used in the foodstuff industry |
health. | απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο | occlusion |
transp. | αρτηρία μεγάλη | main artery line carrying heavy or dense traffic |
el. | ατύχημα από μεγάλη απώλεια ψηκτικού μέσου | loss of coolant accident |
nucl.phys. | ατύχημα με διαρροή ψυκτικού από μεγάλη ρωγμή | large-break loss-of-coolant accident |
gen. | βαλιστικό βλήμα με μεγάλη ακτίνα ενέργειας | long-range ballistic missile |
gen. | βαλλιστικό βλήμα με μεγάλη ακτίνα ενέργειας | long-range ballistic missile |
agric. | γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με μεγάλη απόδοση | high producing cow |
agric. | γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με μεγάλη απόδοση | high yielder |
agric. | γαλακτοπαραγωγική αγελάδα με μεγάλη απόδοση | heavy milker |
transp., mil., grnd.forc. | γραμμή ειδικά διευθετημένη για μεγάλη ταχύτητα | line specially upgraded for high speed |
transp., mil., grnd.forc. | γραμμή ειδικά κατασκευασμένη για μεγάλη ταχύτητα | line specially built for high speed |
transp. | γραμμή με μεγάλη βύθιση | sunken track |
transp. | γραμμή με μεγάλη κίνηση | line carrying heavy traffic |
transp. | γραμμή με μεγάλη κίνηση | line carrying dense traffic |
transp. | γραμμή με μεγάλη κυκλοφορία | busy line |
industr., construct., chem. | Γυαλί με πολύ μικρή οπτική και μεγάλη υπεριώδη διαπερατότητα | Wood's glass |
life.sc. | γυροσκόπιο στρεφόμενο με μεγάλη ταχύτητα | high speed gyroscope |
transp., avia. | διαδικασίες προσέγγισης με μεγάλη γωνία | steep approach procedures |
environ. | διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση | Long-range Transboundary Air Pollution |
environ. | διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση | long-range transboundary air pollution |
transp., mech.eng. | διανομή με μεγάλη διαδρομή | long stroke distribution |
gen. | Δοκιμή εφαρμογής χρώματος με πινέλλο πάνω σε μεγάλη επιφάνεια | Large scale brushing test |
tax., transp. | ειδικός φόρος αυτοκινήτων με μεγάλη κατανάλωση καυσίμων | gas guzzler tax |
IT | εμφάνιση σε μεγάλη οθόνη | large screen display |
econ. | ενιαία μεγάλη αγορά | large Community-wide single market |
comp., MS | Ηλικία φιλμ, μεγάλη | Film Age, Old (A filter effect in Windows Movie Maker) |
social.sc. | Ιππότης μεγαλόσταυρος με μεγάλη ταινία | Knight Grand Cross decorated with the Grand Cordon |
transp. | κατά μήκος μεγάλη κλίση | steep incline |
transp. | κατά μήκος μεγάλη κλίση | drag |
forestr. | κορμοτεμάχια με μεγάλη διάμετρο βάσης | big butt sawlog |
med. | μέθοδος που βασίζεται σε μεγάλη δειγματοληψία | large sample method |
med. | μέθοδος που βασίζεται σε μεγάλη δειγματοληψία | asymptotic method |
gen. | μέση ως μεγάλη διακριτική ικανότητα | medium to high definition |
transp. | με μεγάλη κίνηση | with heavy traffic |
transp. | με μεγάλη κίνηση | with dense traffic |
transp. | με μεγάλη κυκλοφορία | with heavy traffic |
transp. | με μεγάλη κυκλοφορία | with dense traffic |
IT | μεγάλη έγχρωμη οθόνη | large full-colour display |
med. | μεγάλη έκκρηξη | big bang |
fin. | μεγάλη έκρηξη | big bang |
nat.sc., agric. | μεγάλη αγριοβρώμη | sterile oat (Avena macrocarpa Moench, Avena sterilis L., Avena sterilis ssp. macrocarpa (Moench)) |
med. | μεγάλη αδυναμία | hyperasthenia |
med. | μεγάλη αιμορραγία | haematorrhoea |
industr., construct. | μεγάλη ακτινική ραγάδα | crack |
transp. | μεγάλη ανηφοριά | steep incline |
transp. | μεγάλη ανηφοριά | drag |
med. | μεγάλη απειλή για τη σωματική ή ψυχική υγεία της μητέρας | serious danger to physical or mental health of the pregnant woman |
agric. | μεγάλη αποπτερωτική μηχανή | large plucker |
agric. | μεγάλη αποπτερωτική μηχανή | big plucker |
environ. | μεγάλη αποψιλωμένη έκταση | large clearing |
law | μεγάλη απόσταση | remoteness |
nat.sc., agric. | μεγάλη αφίδα της βρώμης | blackberry aphid (Aphis fragariae, Macrosiphon avenivorum, Macrosiphon rubiellum, Macrosiphum avenivorum, Macrosiphum rubiellum, Sitobion avenae, Sitobion fragariae, Sitobium avenae, Sitobium fragariae) |
agric. | μεγάλη αφίδα της βρώμης | grain aphid (Macrosiphon granariae, Macrosiphum cereale, Macrosiphum granarium, Siphonophora cerealis) |
nat.sc., agric. | μεγάλη αφίδα της ιτιάς | large willow aphid (Lachnus salignus, Pterochlorus salignus, Tuberolachnus fuliginosus, Tuberolachnus punctatus, Tuberolachnus ribarius, Tuberolachnus salicina, Tuberolachnus salicis, Tuberolachnus salignus) |
nat.sc., agric. | μεγάλη αφίδα της ιτιάς | giant willow aphid (Lachnus salignus, Pterochlorus salignus, Tuberolachnus fuliginosus, Tuberolachnus punctatus, Tuberolachnus ribarius, Tuberolachnus salicina, Tuberolachnus salicis, Tuberolachnus salignus) |
nat.sc., agric. | μεγάλη αφίδα της τριανταφυλλιάς | rose aphid (Macrosiphon rosae, Macrosiphum rosae, Siphonophora rosae) |
med. | μεγάλη αύλακα του DNA | large DNA-groove |
med. | μεγάλη αύλακα του DNA | wide DNA-groove |
med. | μεγάλη αύλακα του DNA | major DNA-groove |
nat.res. | μεγάλη βούλπια | rat-tail fescue (Festuca myuros L., Vulpia myuros Gmel.) |
nat.sc., agric. | μεγάλη γαλατσίδα | sun spurge (Euphorbia helioscopia) |
econ. | μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση | large holding |
law, agric. | μεγάλη γεωργική συλλογική ιδιοκτησία | joint land holding |
social.sc. | μεγάλη γλώσσα | common language |
el. | μεγάλη γωνιακή διακριτική ικανότητα | high angular resolvability |
agric., mech.eng. | μεγάλη δεξαμενή | giant tank |
agric., mech.eng. | μεγάλη δεξαμενή ψύξης γάλακτος | closed milk cooling tank |
IT, el. | μεγάλη διάρκεια ζωής | long working life |
life.sc. | μεγάλη διαβρωσιγενής χαράδρα | large gully with heavy slope |
transp. | μεγάλη διαδρομή με πλοίο | extended boat trip |
tech. | μεγάλη διακριτική ικανότητα διερεύνησης | high resolution probe |
econ., social.sc. | μεγάλη διαφθορά | high level corruption |
econ., social.sc. | μεγάλη διαφθορά | grand corruption |
earth.sc. | μεγάλη εγκατάσταση δυναμικών δοκιμών | large dynamic test facility |
energ.ind., industr. | μεγάλη εγκατάσταση καύσης | large combustion plant |
met. | μεγάλη εξωτερική ρηγμάτωση | roke |
met. | μεγάλη εξωτερική ρηγμάτωση | roak |
med. | μεγάλη επιληψία | grand mal |
health. | μεγάλη επιληψία | tonic-clonic seizure |
health. | μεγάλη επιληψία | grand mal seizure |
med. | μεγάλη επιληψία | haut mal epilepsy |
med. | μεγάλη επιληψία | major epilepsy |
med. | μεγάλη επιληψία | grand mal epilepsy |
commun. | μεγάλη επιστολή | long letter |
econ. | μεγάλη επιχείρηση | large business |
med. | μεγάλη ερυθροβλάστη | macroerythroblast |
med. | μεγάλη ερυθροβλάστη | macronormoblast |
med. | μεγάλη ερυθροβλάστη | large erythroblast |
med. | μεγάλη ερυθροβλάστη | macroblast |
gen. | μεγάλη εσωτερική αγορά | large internal market |
gen. | μεγάλη εσωτερική αγορά χωρίς σύνορα | large frontier free market |
comp., MS | μεγάλη εταιρεία | large organization (An organization with more than 1000 employees and more than 500 personal computers) |
med. | μεγάλη θερμίδα | kilocalorie |
med. | μεγάλη θερμίδα | kilogram calorie |
med. | μεγάλη θερμίδα | kcal |
med. | μεγάλη θερμίδα | Calorie |
econ., agric. | μεγάλη ιδιοκτησία | latifundium |
econ., agric. | μεγάλη ιδιοκτησία | large state |
forestr. | μεγάλη καμπύλωση | sharp turn |
forestr. | μεγάλη καμπύλωση | abrupt bend |
chem. | μεγάλη κλίμακα | large scale |
gen. | μεγάλη κοιλία | rumen |
gen. | μεγάλη κοιλία | paunch |
gen. | μεγάλη κοιλία | first stomach |
industr., construct. | μεγάλη κουτάλα | ladle |
med. | μεγάλη κυκλοφορία | peripheral circulation |
med. | μεγάλη κυκλοφορία | greater circulation |
med. | μεγάλη κυκλοφορία | systemic circulation |
lab.law. | μεγάλη λειτουργική μονάδα | principal operational unit |
nat.sc., agric. | μεγάλη μαχαιρίδα | corn-field sword-lily (Gladiolus italicus Mill., Gladiolus segetum Ker-Gawl.) |
nat.sc., agric. | μεγάλη μαχαιρίδα | corn flag (Gladiolus italicus Mill., Gladiolus segetum Ker-Gawl.) |
nat.sc. | Μεγάλη Μονάδα Δυναμικών Δοκιμών | Large Dynamic Test Facility |
environ. | μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες | large combustion plant Any sizable building which relies on machinery that converts energy released from the rapid burning of a fuel-air mixture into mechanical energy |
environ. | μεγάλη μονάδα παραγωγής ενέργειας από καύσιμες ύλες | large combustion plant |
nat.sc., agric. | μεγάλη μύγα των βολβών | narcissus fly (Lampetia equestris, Merodon equestris) |
nat.sc., agric. | μεγάλη μύγα των βολβών | narcissus bulb fly (Lampetia equestris, Merodon equestris) |
med. | μεγάλη νορμοβλάστη | macroerythroblast |
med. | μεγάλη νορμοβλάστη | macronormoblast |
med. | μεγάλη νορμοβλάστη | large erythroblast |
med. | μεγάλη νορμοβλάστη | macroblast |
commun. | μεγάλη οθόνη | large screen |
econ., fin. | μεγάλη οικονομική κρίση | great depression |
life.sc., agric. | μεγάλη ομάς εδαφών | great soil group |
fin. | μεγάλη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα | large financial sector entity |
comp., MS | μεγάλη παύλα | em dash (The - character, based on the width of an uppercase M and used primarily to set off sentence elements) |
comp., MS | μεγάλη παύλα | dash (A short horizontal line used as a punctuation mark) |
geogr. | Μεγάλη Πεδιάδα | the Great Plain |
earth.sc. | μεγάλη περιδίνησις | whirlpool |
nat.sc., agric. | μεγάλη περιπλοκάδα | hedge bindweed (Calystegia sepium R. Br., Convolvulus sepium L.) |
nat.sc., agric. | μεγάλη περιπλοκάδα | great bindweed (Calystegia sepium R. Br., Convolvulus sepium L.) |
med. | μεγάλη πηγή | metopic fontanelle |
med. | μεγάλη πηγή | anterior fontanelle (Fonticulus frontalis, Fonticulus quadrangularis) |
econ. | Μεγάλη Πολωνία | Greater Poland province |
chem. | μεγάλη ποσότητα χημικών | high production volume chemical |
chem. | μεγάλη ποσότητα χημικών | HPV chemical |
econ., fin. | μεγάλη πτώση τιμών | great depression |
transp. | μεγάλη πόστα | web frame |
transp., environ. | μεγάλη σιδηροδρομική αρτηρία | major railway |
nat.sc., agric. | μεγάλη σκνίπα | simulid (Simulium) |
nat.sc., agric. | μεγάλη σκνίπα | sand fly (Simulium) |
med. | μεγάλη στρογγυλή μάζα από οξυαντόχα βακτηρίδια που βρίσκεται στις λεπρικές αλλοιώσεις | globus |
commun., IT | "Μεγάλη Συμμαχία" | The "Grand Alliance" |
industr. | μεγάλη συσκευασία | intermediate bulk container |
agric., mater.sc., mech.eng. | μεγάλη συσκευασία | large pack |
el. | μεγάλη συσχέτιση | high correlation |
fish.farm. | μεγάλη σύγχρονη μηχανότρατα όπου όλες οι εγκαταστάσεις βρίσκονται στην πρύμνη | stern trawler |
nat.sc. | μεγάλη ταχύτητα περιστροφής | high rotational speed |
med. | μεγάλη φλέβα εγκεφάλου | vena cerebri magna (vena magna cerebri) |
med. | μεγάλη φλέβα εγκεφάλου | great vein of Galen (vena magna cerebri) |
med. | μεγάλη φλέβα εγκεφάλου | vein of Galen (vena magna cerebri) |
med. | μεγάλη φλέβα εγκεφάλου | great cerebral vein of Galen (vena magna cerebri) |
med. | μεγάλη φλέβα εγκεφάλου | great cerebral vein (vena magna cerebri) |
nat.res. | μεγάλη ωτίς των Ινδιών | great Indian bustard (Ardeotis nigriceps) |
econ. | μεγάλη ύφεση | major recession |
tech. | μεγάλο ύψος μεγάλη εμβέλεια | High-Altitude Long-Endurance |
tech. | μεσαίο ύψος μεγάλη εμβέλεια | Medium-Altitude Long-Endurance |
gen. | μεταβολή σε πολύ μεγάλη περίοδο | secular trend in climate |
gen. | μεταβολή σε πολύ μεγάλη περίοδο | secular trend |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of atmospheric pollutants |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of air pollution |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of airborne pollutants |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-distance transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά αερίων ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long range transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-distance transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of airborne pollutants |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of atmospheric pollutants |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long-range transport of air pollution |
environ. | μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση | long range transport of air pollutants |
environ. | μεταφορά σε μεγάλη απόσταση | long-range transport |
environ. | μεταφορά σε μεγάλη απόσταση | long-range transportation |
environ. | μεταφορά σε μεγάλη απόσταση | long-distance transport |
el. | μεταφορά συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης σε μεγάλη απόσταση | high-voltage direct-current long-distance transmission |
transp. | μεταφορές εμπορευμάτων σε μεγάλη απόσταση | long-distance merchandise traffic |
transp. | μεταφορές εμπορευμάτων σε μεγάλη απόσταση | long-distance goods traffic |
mech.eng. | μηχανή για κατεργασία σε μεγάλη ταχύτητα | high-speed machine,high-speed machine tool |
energ.ind. | νέα μεγάλη σταθερή πηγή | major new stationary source |
econ., account. | ο έχων μεγάλη οικονομική δυνατότητα | equipped with deep pockets |
met. | ο χάλυβας αυτός επίσης έχει μεγάλη μηχανική αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες | this steel also has good high temperature strength |
environ., chem. | ουσία που εμπνέει πολύ μεγάλη ανησυχία | substance of very high concern |
law, chem. | ουσία που προκαλεί πολύ μεγάλη ανησυχία | substance of very high concern |
commun. | παλμός πλευράς με μεγάλη κλίση | steep slope pulse |
agric., food.ind. | παρασκευή ζύθου με μεγάλη πυκνότητα | high gravity brewing |
agric., food.ind. | παρασκευή ζύθου με μεγάλη πυκνότητα | high density brewing |
agric., food.ind. | παρασκευή μπίρας με μεγάλη πυκνότητα | high gravity brewing |
agric., food.ind. | παρασκευή μπίρας με μεγάλη πυκνότητα | high density brewing |
nucl.pow. | παροπλισμός σε μεγάλη κλίμακα | large-scale decommissioning |
cultur. | πιάνο με μεγάλη ουρά | concert piano |
cultur. | πιάνο με μεγάλη ουρά | concert grand |
transp. | πλώρη με μεγάλη προπέτεια | clipper bow |
insur. | πολύ μεγάλη ασφάλιση | jumbo risk |
econ. | πολύ μεγάλη περίοδος | very long run |
IT | προβολή σε μεγάλη οθόνη | large screen display |
IT | προβολή σε μεγάλη οθόνη υψηλής διακριτικής ικανότητας | high definition large-screen display |
environ. | προϊόν μεταβολισμού με μεγάλη τοξικότητα | metabolic product with high toxicity |
environ. | Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του προγράμματος για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη EMEP | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, on Long-term Financing of the Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe EMEP |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | 1999 Gothenburg Protocol to Abate Acidification, Eutrophication and Ground-level Ozone |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | Protocol to the 1979 Convention on Long-Range Transboundary Air Pollution to abate Acidification, Eutrophication and Ground-Level Ozone |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | Protocol to Abate Acidification, Eutrophication and Ground-level Ozone |
environ., UN | Πρωτόκολλο στη σύμβαση του 1979 για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, για την μείωση της οξίνισης, του ευτροφισμού και του τροποσφαιρικού όζοντος | Gothenburg Protocol |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης της Γενεύης για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, το οποίο αφορά την καταπολέμηση των εκπομπών πτητικών οργανικών ενώσεων ή των διαμεθοριακών ροών τους | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution concerning the Control of Emissions of Volatile Organic Compounds or their Transboundary Fluxes |
environ. | Πρωτόκολλο της σύμβασης του 1979 για διαμεθοριακή ρύπανση σε μεγάλη απόσταση σχετικά με την καταπολέμηση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου ή της διαμεθοριακής μεταφοράς τους | Protocol to the 1979 Convention on long-range transboundary air pollution concerning the control of emissions of nitrogen oxides or their transboundary fluxes |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διαμεθοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση σχετικά με τον έλεγχο των εκπομπών οξειδίων του αζώτου ή των διασυνοριακών ροών τους | Protocol to the 1979 Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, concerning the Control of Emissions of Nitrogen Oxides or their Transboundary Fluxes |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών θείου ή των διασυνοριακών ροών του, τουλάχιστον κατά 30% | Protocol to the Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, on the Reduction of Sulphur Emissions or their Transboundary Fluxes by at least 30 per cent |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση, σχετικά με τη μείωση των εκπομπών θείου ή των διασυνοριακών ροών του, τουλάχιστον κατά 30% | Helsinki Protocol |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση σχετικά με την περαιτέρω μείωση των εκπομπών θείου | Protocol to the 1979 Convention on Long-range Transboundary Air Pollution, on Further Reduction of Sulphur Emissions |
environ. | Πρωτόκολλο της Σύμβασης του 1979 περί της διασυνοριακής ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε μεγάλη απόσταση σχετικά με την περαιτέρω μείωση των εκπομπών θείου | 1994 Oslo Protocol on Further Reduction of Sulphur Emissions |
environ. | Πρόγραμμα συνεργασίας για τη συνεχή παρακολούθηση και την εκτίμηση της μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη | Cooperative Programme for the Monitoring and Evaluation of the Long-range Transmission of Air Pollutants in Europe |
environ. | πρότυπο μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση | long-range transport model |
environ. | πρότυπο μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση | LRTAP model |
environ. | πρότυπο μεταφοράς σε μεγάλη απόσταση | LRT model |
agric. | πρόψυξη των σταφυλιών όταν πρόκειται να διανύσουν μεγάλη απόσταση | precooling of grapes |
lab.law. | πυρακτωμένο σωματίδιο που κινείται με μεγάλη ταχύτητα | burning particle at high speed |
tech. | ραδιόμετρο πεδίου με μεγάλη ανάλυση φάσματος | field radiometer with high spectral resolution |
environ. | ρύπανση σε μεγάλη απόσταση | long-distance pollution |
environ. | σε μεγάλη απόσταση | longe-range |
environ. | σε μεγάλη απόσταση | long range |
el. | σε μεγάλη κλίμακα | macroscale |
environ. | σε μεγάλη κλίμακα | longe-range |
environ. | σε μεγάλη κλίμακα | long range |
gen. | σε μεγάλη χρονική απόσταση | long |
nat.sc. | στρωματικό κύτταρο με τη μεγάλη διάσταση τοποθετημένη αξονικά | upright ray cell |
social.sc., food.ind. | στρώματα του πληθυσμού που ζουν σε μεγάλη ένδεια | particularly impoverished population groups |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | European Monitoring and Evaluation of Pollutants |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Cooperative programme for the monitoring and evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
environ., UN | συνεχής παρακολούθηση και εκτίμηση της μεταφοράς των ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση στην Ευρώπη | Cooperative Programme for Monitoring and Evaluation of the long-range transmission of air pollutants in Europe |
gen. | Συσκευή περιοδικής απελευθέρωσης στη μεγάλη κοιλία | Pulsatile-release intraruminal device |
gen. | Συσκευή συνεχούς απελευθέρωσης στη μεγάλη κοιλία | continuous-release intraruminal device |
nat.res. | σφήκα μεγάλη | hornet (Vespa crabro, Vespa crabro germana) |
nat.res. | σφήκα μεγάλη | giant hornet (Vespa crabro, Vespa crabro germana) |
environ., UN | Σύμβαση σχετικά με τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση | Convention on Long-range Transboundary Air Pollution |
gen. | σύστημα με μεγάλη ικανότητα συλλογής | capacious collecting system |
transp. | ταχύτητα μεγάλη | fast goods service |
transp. | ταχύτητα μεγάλη | fast freight service |
transp. | ταχύτητα μεγάλη | G.V. |
market., agric. | τελικό προϊόν με μεγάλη προστιθέμενη αξία | finished product with high added value |
patents., chem. | τομέας με μεγάλη ερευνητική ένταση | high research intensity sector |
med. | τρήμα υπό την αραχνοειδή μήνιγγα από το οποίον διέρχεται η μεγάλη φλέψ του εγκεφάλου | arachnoidal canal |
environ. | υπόστρωμα καταλύτη με μεγάλη διάρκεια ζωής | long-lived catalyst support |
energ.ind. | υφιστάμενη μεγάλη σταθερή πηγή | major existing stationary source |
IT, el. | υψηλής πυκνότητας διασύνδεση σε μεγάλη έκταση | large area high density interconnect |
cultur. | φακός με πολύ μεγάλη οπτική γωνία | wide angle lens |
life.sc., coal. | χάρτης ορυχείου σε μεγάλη κλίμακα | large scale map of mine |
environ. | χημικό προϊόν με μεγάλη τοξικότητα | chemical product with high toxicity |
med. | χρησιμοποιώ υπερβολικά μεγάλη δόση | overdose |
nat.sc., agric. | ωοτόκος με μεγάλη απόδοση | top performer |
nat.sc., agric. | ωοτόκος με μεγάλη απόδοση | top bird |