DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing αρχείο | all forms
GreekEnglish
απόφαση για τη θέση στο αρχείοtermination decision
αρχείο ερευνώνinvestigation database
βάζω στο αρχείοto dismiss charges
βάζω στο αρχείοto set aside
βάζω στο αρχείοto drop a case
βάζω στο αρχείοto decide not to prosecute
δικαστικό αρχείοjudicial record
διοικητική επιστολή για θέση υπόθεσης στο αρχείοcomfort letter
θέτω στο αρχείοto close a case
προστατευόμενο αρχείο όπου καταχωρείται η έναρξη κάθε παρακολούθησηςprotected record of activations of interceptions
υπόθεση που τίθεται στο αρχείοnon-case